Παλιά πολύ, στην περιοχή του Γραμματικού, ζούσε μια μάγισσα, η οποία με πολύ κόπο και δυσκολίες απέκτησε τον μονάκριβο γιό της τον Αλέξανδρο. Το μαγισόπαιδο ήταν ίδιο η μάνα του. Είχε ξανθά, μπουκλωτά μαλλιά σαν τον ήλιο και σκούρα μπλε μάτια σαν την φουρτουνιασμένη θάλασσα. Εκείνη την εποχή το μοναδικό πηγάδι με πόσιμο νερό βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της μάγισσας. Η Μελισσάνθη είχε στην κατοχή της ένα χρυσό κύπελλο το οποίο ήταν πάντα δίπλα στο πηγάδι. Όποιος έπινε από αυτό, ξεδιψούσε αμέσως. Ο μόνος όρος που είχε θέσει, μιας και δεν ζητούσε ποτέ αντάλλαγμα, ήταν ο εξής: Κανένας μα κανένας δεν έπρεπε να κλέψει το χρυσό κύπελλο. Γιατί αν το έκλεβε, τον περίμενε ο θάνατος.
Ο καιρός περνούσε, οι γείτονες γερνούσαν και πέθαιναν και την θέση τους έπαιρναν άλλοι άνθρωποι. Η Μελισσάνθη παρέμενε ίδια και απαράλλαχτη. Η μάγισσα αν και έμοιαζε σαράντα χρονών, στην πραγματικότητα ήταν εκατό χρονών σε ανθρώπινα χρόνια.
Ένα πρωινό του Ιουλίου που ο γιος της ενηλικιώθηκε και έγινε 18 και σε ανθρώπινα και σε μαγισσένια χρόνια, το κύπελλο εξαφανίστηκε. Όσο και αν έψαξε η μάγισσα δεν το βρήκε πουθενά. Γνώριζε όμως την κατάρα του κυπέλλου και πως όποιος το έκλεψε θα τιμωρούταν παραδειγματικά. Την ίδια μέρα είχε χάσει και τον μονάκριβο γιο της. Περίμενε μέχρι να βραδιάσει μήπως και γυρίσει αλλά όταν δεν επέστρεψε άρχισε να ανησυχεί. Βγήκε τότε στην πλατεία του χωριού και φώναζε το όνομα του. Κάποια στιγμή άκουσε κλάμματα να έρχονται από μια αυλή και αντίκρυσε μια νεαρή κοπέλα να κλαίει απαρηγόρητη. Κρατούσε στην αγκαλιά της τον Αλέξανδρο και πιο δίπλα ήταν πεταμένη η χρυσή κούπα.
Η Μελισσάνθη έτρεξε γρήγορα κοντά τους κλαίγοντας. Η κοπέλα της εξήγησε πως το μαγισσόπαιδο ήθελε να την παντρευτεί και αυτή του ζήτησε να της φέρει το ακριβοθώρητο χρυσό κύπελλο για να είναι σίγουρη πως της λέει την αλήθεια. Ο Αλέξανδρος της το χάρισε και ξαφνικά κατέρρευσε. Η Μελισσάνθη μέσα στην απελπισία της και στον σπαραγμό για τον χαμό του παιδιού της, κατάραστηκε τη νεαρή κοπέλα, να περπάταει την γη σαν φάντασμα για πάντα. Σήκωσε τότε με μεγάλη ευκολία το σώμα του παιδιού της και κίνησε για το σπιτικό της. Κανείς δεν την ξαναείδε από τότε.
Και η χρυσή κούπα; Επειδή η Μελισσάνθη δεν μπορούσε να αλλάξει την κατάρα, χάρισε το χρυσό κύπελλο σε μια εκκλησία. Ώστε όλοι να μπορούν να πιούν από εκεί αλλά ποτέ κανένας να μην μπορεί να την κλέψει.