«Ο … Αλαφροΐσκιωτος», της Κατερίνας Κρυστάλλη

o-alafroiskiotos-tis-katerinas-krystalli

Γράφει η Κατερίνα Κρυστάλλη

Κάθε βράδυ ακούω τις οπλές του να ηχούν στον δρόμο καθώς περπατά για να σπείρει τον θάνατο. Ανάμεσα στα κακοφτιαγμένα δρομάκια, στα σπίτια με τα κλειστά πατζούρια, στην παιδική χαρά,μπροστά από το εκκλησάκι του Αγίου Εφραίμ. Κανένας άλλος δεν το ακούει, παρά μόνο εγώ. Από τότεπου γεννήθηκα η γιαγιά μου με αποκαλούσε “αλαφροίσκιωτο” ενώ η μάνα μου έκανε τον σταυρό της τρείς φορές στο άκουσμα αυτής της λέξης.

Μεγαλώνοντας άκουγα ψιθύρους που έφερνε ο αέρας, ψιθύρους από ξωτικά, νεράιδες, καλλικατζαραίους που ζούσαν κάτω από τις συκιές και τις μουριές. Προσπαθούσα να πιάσω κουβέντα μαζί τους αλλά είτε δεν μου έδιναν σημασία, είτε δεν με άκουγαν. Εγώ όμως άκουγα και κυρίωςκαταλάβαινα τα πάντα. Το μόνο που φοβόντουσαν ήταν το “Μαύρο άτι”. Το άλογο του θανάτου. Έβγαινε βόλτα κάθε βράδυ και καβαλάρης του ήταν ένα φεγγαροπρόσωπο νεραιδόπαιδο, ντυμένο στα πράσινα και στα χρυσά.

Όταν όμως ερχόταν για να πάρει μια ζωή, χαλινάρι του, το κράταγε μια πανέμορφη γυναίκα, με πάλλευκο δέρμα και μαλλιά. Φορούσε ρούχα φτωχικά και ένα ζευγάρι κόκκινα πασουμάκια. Αυτή του έδειχνε τον δρόμο, αυτή του έλεγε σε ποιο σπίτι θα χτύπαγε το θανατικό. Την Τετάρτη άκουσα την φωνή της αφέντρας του, γλυκιά σαν μελωδία από σειρήνα να του λέει να πάρει την ψυχή από το νεογέννητο της κυρίας Τζένης που μένει στην από κάτω γειτονιά. Όλοι το καμάρωναν. Λυπήθηκα πολύ όταν έμαθα πως το πρωί, βρέθηκε νεκρό αλλά κάτι που έχω μάθει με τον άσχημο τρόπο είναι να μην μπλέκομαι με τις υποθέσεις αυτού του κόσμου και του δικού τους.

Λίγο πριν την εφηβεία μου, μαρτύρησα σε έναν γείτονα ποιος είχε φάει τις κότες του. Δεν ήταν αλεπού, μήτε λύκος. Ήταν η γιγάντια γουρούνα που βγαίνει όταν δεν υπάρχει φεγγάρι στον ουρανό. Το ίδιο βράδυ, αόρατα χέρια με άρπαξαν, με έσυραν στον αέρα, πιο πάνω από τα έλατα που έχουμε στην αυλή και μεγκρεμοτσάκισαν κάτω. Όσες προσευχές και αν είπα, δεν ήταν αρκετές για να με αφήσουν. Από τότε έχω μείνει παραπληγικός.

Τις προάλλες άκουσα ξανά την φωνή της γυναίκας, να διατάζει το άλογο να πάρει την ψυχή απότον άντρα της φουρνάρισσας. Πέθανε από ακατέβατο πυρετό στον ύπνο του. Κάθε βράδυ το “Μαύρο άτι” έρχεται όλο και πιο κοντά στο σπίτι μου. Κάθε βράδυ ακούω τις οπλές του να ηχούν στον δρόμο καθώς περπατά για να σπείρει τον θάνατο. Ανάμεσα στα κακοφτιαγμένα δρομάκια, στα σπίτια με τα κλειστά πατζούρια, στην παιδική χαρά,μπροστά από το εκκλησάκι του Αγίου Εφραίμ. Κανένας άλλος δεν το ακούει, παρά μόνο εγώ. Από τότεπου γεννήθηκα η γιαγιά μου με αποκαλούσε “αλαφροίσκιωτο” ενώ η μάνα μου έκανε τον σταυρό της τρείς φορές στο άκουσμα αυτής της λέξης. Μεγαλώνοντας άκουγα ψιθύρους που έφερνε ο αέρας, ψιθύρους από ξωτικά, νεράιδες, καλλικατζαραίους που ζούσαν κάτω από τις συκιές και τις μουριές.

Προσπαθούσα να πιάσω κουβέντα μαζί τους αλλά είτε δεν μου έδιναν σημασία, είτε δεν με άκουγαν. Εγώ όμως άκουγα και κυρίωςκαταλάβαινα τα πάντα. Το μόνο που φοβόντουσαν ήταν το “Μαύρο άτι”. Το άλογο του θανάτου. Έβγαινε βόλτα κάθε βράδυ και καβαλάρης του ήταν ένα φεγγαροπρόσωπο νεραιδόπαιδο, ντυμένο στα πράσινα και στα χρυσά. Όταν όμως ερχόταν για να πάρει μια ζωή, χαλινάρι του, το κράταγε μια πανέμορφη γυναίκα, με πάλλευκο δέρμα και μαλλιά. Φορούσε ρούχα φτωχικά και ένα ζευγάρι κόκκινα πασουμάκια. Αυτή του έδειχνε τον δρόμο, αυτή του έλεγε σε ποιο σπίτι θα χτύπαγε το θανατικό.

Την Τετάρτη άκουσα την φωνή της αφέντρας του, γλυκιά σαν μελωδία από σειρήνα να του λέει να πάρει την ψυχή από το νεογέννητο της κυρίας Τζένης που μένει στην από κάτω γειτονιά. Όλοι το καμάρωναν. Λυπήθηκα πολύ όταν έμαθα πως το πρωί, βρέθηκε νεκρό αλλά κάτι που έχω μάθει με τον άσχημο τρόπο είναι να μην μπλέκομαι με τις υποθέσεις αυτού του κόσμου και του δικού τους. Λίγο πριν την εφηβεία μου, μαρτύρησα σε έναν γείτονα ποιος είχε φάει τις κότες του. Δεν ήταν αλεπού, μήτε λύκος.

Ήταν η γιγάντια γουρούνα που βγαίνει όταν δεν υπάρχει φεγγάρι στον ουρανό. Το ίδιο βράδυ, αόρατα χέρια με άρπαξαν, με έσυραν στον αέρα, πιο πάνω από τα έλατα που έχουμε στην αυλή και μεγκρεμοτσάκισαν κάτω. Όσες προσευχές και αν είπα, δεν ήταν αρκετές για να με αφήσουν. Από τότε έχω μείνει παραπληγικός. Τις προάλλες άκουσα ξανά την φωνή της γυναίκας, να διατάζει το άλογο να πάρει την ψυχή απότον άντρα της φουρνάρισσας. Πέθανε από ακατέβατο πυρετό στον ύπνο του. Κάθε βράδυ το “Μαύρο άτι” έρχεται όλο και πιο κοντά στο σπίτι μου. 

Κάθε βράδυ το ακούω και δεν ξέρω αν πρέπει να το καλοσωρίσω σαν παλιό φίλο ή να πάρω μόνος μου την ζωή μου….