Της Κατερίνας Κρυστάλλη
Όπως κάθε Σεπτέμβρη, ο Άγγελος και η μπάντα του, “Εξάγγελοι”, θα έπαιζαν παλιές και καινούργιες επιτυχίες από την μουσική τους πορεία, στο λιμανάκι της Νέας Μάκρης. Η σκηνή είχε στηθεί, νέοι ζητωκραύγαζαν κρατώντας στα χέρια τους φωτογραφίες απο τό συγκρότημα και υπήρχε και ένας πάγκος που σέρβιρε δωρεάν μπουκάλια με νερό. Έξω από τα πρόχειρα παρασκήνια ένας φουσκωτός που απέτρεπε τις θαυμάστριες από το να μπουν μέσα καθώς τα μέλη της μπάντας εδώ και ώρες έκαναν τις ετοιμασίες τους. Όπως κάθε Σεπτέμβρη, ο Άγγελος και η μπάντα του, “Εξάγγελοι”, θα έπαιζαν παλιές και καινούργιες επιτυχίες από την μουσική τους πορεία, στο λιμανάκι της Νέας Μάκρης. Η σκηνή είχε στηθεί, νέοι ζητωκραύγαζαν κρατώντας στα χέρια τους φωτογραφίες απο τό συγκρότημα και υπήρχε και ένας πάγκος που σέρβιρε δωρεάν μπουκάλια με νερό.
Έξω από τα πρόχειρα παρασκήνια ένας φουσκωτός που απέτρεπε τις θαυμάστριες από το να μπουν μέσα καθώς τα μέλη της μπάντας εδώ και ώρες έκαναν τις ετοιμασίες τους. Ο Γαβρήλος, ο μπασίστας τους, είχε βγει έξω για να κάνει ένα τσιγάρο. Ένιωθε κουρασμένος από όλα. Την μπάντα, το τραγούδι, το βανάκι με το οποίο έκαναν περιοδείες σε όλη την Ελλάδα. Πλέον το επάγγελμα του δεν τον ευχαριστούσε.
Σκεφτόταν τις επιλογές του, όταν τον πλησίασε ένας ξανθός νεαρός με ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι.
-“Εσύ… εσύ δεν είσαι ο μπασίστας από το συγκρότημα… τους έξι άγγελους”;
-”Ναι, εγώ είμαι.” “Σας έχω ακούσει. Καλοί είστε. Αν θες την γνώμη μου, με άλλον τραγουδιστή θα είχατε μεγαλύτερη επιτυχία”,
είπε και κατέβασε γενναίες γουλιές από την μπύρα του.Ο Γαβρήλος δεν μίλησε, μόνο χαμογέλασε θλιμμένα. Που να ‘ξερε ο άγνωστος τι θυσίες είχε κάνει αυτός για την επιτυχία. Τον καληνύχτησε και αφού βεβαιώθηκε πως απομακρύνθηκε αρκετά, παραμέρισε την αυτοσχέδια κουρτίνα που έκρυβε την μπάντα από τον υπόλοιπο κόσμο και είπε:
-“Τι θα γίνει ρε παιδιά; Ακόμα να τελειώσετε;”
Πέντε κεφάλια γύρισαν, τον κοίταξαν με μίσος και συνέχισαν να ψέλνουν τα λόγια για την τελετουργία που ετοίμαζαν. Η κοπέλα που ήταν δεμένη χειροπόδαρα με κίτρινες κορδέλες, πούπουλα από μαύρο περιστέρι και γαιδουράγκαθα, μόλις είδε την ματωμένη χορδή κιθάρας να δένεται γύρω από τον λαιμό της, προσπάθησε να ουρλιάξει αλλά δεν πρόλαβε.
– “Τι θες πάλι;” είπε νευριασμένος ο Άγγελος, ο αρχηγός.“Κουράστηκα. Κου-ρα-στη-κα! Θέλω να τελειώνω με όλο αυτό. Δεν μπορώ άλλο ρε συ Άγγελε. Καλό ήταν όσο κράτησε τα 300 πρώτα χρόνια αλλά θέλω να εξαγοράσω την ελευθερία μου.”
Τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας τον κοίταξαν στραβά.
– “Και τι θες ρε Γαβρήλο; Αν αποφασίσεις εσύ να πεθάνεις, θα γίνουμε όλοι σκόνη! Αυτή ήταν η συμφωνία… Και οι έξι κάθε χρόνο να παραδίδουμε μια ψυχή στον δαίμονα Ασαγκ, για να παραμένουμε ζωντανοί εκτός αν προτιμάς να σαπίζουμε στον τάφο. Δεν έπρεπε να δεχτείς. Τώρα είναι αργά.
-”Τώρα είναι αργά…” ψέλισσε ο Γαβρήλος και πήρε το μπάσο του έτοιμος να παίξει για άλλη μια φορά στο κοινό του που τους περίμενε.