Λίγες ώρες μένουν για να «χτυπήσετε» κάποιο επώνυμο έργο από την ηλεκτρονική δημοπρασία του Μουσείου Μπενάκη, ή έστω να δείτε τι τιμές πιάνει αυτή τη στιγμή ένας πίνακας της Βάρη, του Βαρελά, του Μποκόρου κι ένα μικρό καθρεπτίζον γλυπτό του Βαρώτσου, φερ’ ειπείν, καθώς ο χρόνος μετράει αντίστροφα κι οι επίδοξοι αγοραστές πληκτρολογούν τις προσφορές τους. Πάντα έχει αδρεναλίνη το κυνήγι των έργων, ακόμη κι αν οι θερμόαιμες αίθουσες δημοπρασιών έχουν αντικατασταθεί απ’ τις ψυχρές οθόνες. Όμως, στην τωρινή περίπτωση, η ουσία βρίσκεται αλλού.
Το Μουσείο Μπενάκη τρέχει έως τη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου το «Bid for the Benaki», μια πρωτοβουλία η οποία ξεκίνησε το καλοκαίρι για την έκτακτη ενίσχυση του μουσείου στον καιρό της πανδημίας κι υλοποιείται τώρα μέσω της δημοπρασίας. Φυσικά, δεν διακυβεύονται έργα από τη συλλογή του μουσείου – άλλωστε, αυτή ανήκει στην ελληνική κοινωνία απ’ τον ιδρυτικό καταστατικό. Η ιδέα ήταν να γίνει ένα κάλεσμα σε καλλιτέχνες που έχουν εκθέσει τα τελευταία χρόνια στο Μπενάκη καθώς και designers-συνεργάτες του πωλητηρίου ώστε να παραχωρήσουν ένα έργο δικό τους, εάν και εφόσον μπορούν.
«Αυτή τη στιγμή, το Μουσείο Μπενάκη αντιμετωπίζει κάτι πολύ έκτακτο που πραγματικά απειλεί τη βιωσιμότητά του. Θα κάνουμε τα πάντα για να μείνουμε ζωντανοί και θα τα καταφέρουμε. Απλώς δεν χρειάζεται να γινόμαστε κάθε φορά ακροβάτες, για να μπορούμε να το καταφέρουμε».
Η ανταπόκριση ήταν συγκινητική: Διακόσια σαράντα εννιά έργα τέχνης και αντικείμενα συγκεντρώθηκαν στον κατάλογο, «ενώ υπήρξαν κι αρκετά γενναιόδωρες κινήσεις, όπως η Μερόπη Πρέκα η οποία έδωσε συνολικά δεκαπέντε έργα της ιδίας και του άντρα της, Πάρι Πρέκα», μεταφέρει ο Νίκος Τριβουλίδης, Διευθυντής Πόρων & Ανάπτυξης του Μουσείου Μπενάκη. «Καταρχήν θεωρώ πρέπον να ξεκαθαρίσω πως η δημοπρασία είναι κάτι πολύ έκτακτο και δεν θα συνέβαινε σε άλλες περιστάσεις: το μουσείο είναι για να ενισχύει από τους καλλιτέχνες και όχι το ανάποδο». Αλλά η κατάσταση είναι οριακή.
Κάθε μήνας αναστολής ισούται με 400.000 ευρώ μείον στο ταμείο του μουσείου, γεγονός που ανεβάζει τη ζημία της χρονιάς στα 2 εκατομμύρια. Η Πολιτεία συνέβαλε με μία έκτακτη εισφορά, η οποία όμως μαζί με την τακτική χρηματοδότηση που καταβάλλεται στο Μουσείο Μπενάκη τα τελευταία χρόνια δεν ξεπέρασε το 30% των λειτουργικών του εξόδων. Για να καλυφθεί το οικονομικό χάσμα, το μουσείο στράφηκε στους ανθρώπους που το στηρίζουν.
Πέρα από τη δημοπρασία, αυτές τις ημέρες ξεκίνησε η Εκστρατεία Συγκέντρωσης Πόρων για το ταμείο έκτακτης ανάγκης του μουσείου. Πρόκειται για συνηθισμένο κάλεσμα που κάνει στο τέλος κάθε χρόνου το μουσείο, μόνο που τις υπόλοιπες φορές συνοδευόταν από κάποια συγκεκριμένη δράση ως στόχο (π.χ. ανέγερση Μουσείο Παιχνιδιών, παραγωγή εφαρμογής για επικείμενη έκθεση κ.ο.κ.). Τα χορηγικά προγράμματα και το crowdfunding είναι η τακτική του Μουσείου από τα χρόνια της Κρίσης, γεγονός που του επέτρεψε να σταθεί στα πόδια του σε σημαντικό βαθμό (τελευταία χρόνια σημειωνόταν ισολογισμός χωρίς έλλειμμα)
Μοναδική ανοιχτή πληγή το τετραήμερο των εργαζομένων, το οποίο παραμένει. «Θα σας πω πως αντιλαμβάνομαι εγώ το Μουσείο Μπενάκη», αναφέρει ο Νίκος Τριβουλίδης, «απ’ όταν ιδρύθηκε έως σήμερα, το μουσείο αποτελεί μια κιβωτό εμπιστοσύνης, όπου εκείνο προσφέρει περιεχόμενο κι η κοινωνία το στηρίζει. Αυτό συνέβη επί Αντώνη Μπενάκη, όταν οι μεγαλύτεροι συλλέκτες της εποχής έδωσαν τις συλλογές του στο Μουσείο, το ίδιο συνεχίστηκε κι απογειώθηκε με τον Άγγελο Δεληβορριά, το ίδιο ακολουθούμε και σήμερα».
«Αυτή τη στιγμή, το Μουσείο Μπενάκη αντιμετωπίζει κάτι πολύ έκτακτο που πραγματικά απειλεί τη βιωσιμότητά του», συνεχίζει ο ίδιος, «αυτό δεν σημαίνει ότι το μουσείο πρόκειται να κλείσει – θα κάνουμε τα πάντα για να μην συμβεί αυτό και θα τα καταφέρουμε. Απλώς δεν χρειάζεται να γινόμαστε κάθε φορά ακροβάτες, σε βάρος μάλιστα των εργαζομένων του μουσείου, για να μπορούμε να το καταφέρουμε».
athinorama.gr