«Λενιώ και Παναγής…» Της Κατερίνας Κρυστάλλη

lenio-kai-panagis-tis-katerinas-krystalli

Γράφει η Κατερίνα Κρυστάλλη


Γιατί το παρελθόν δεν αφήνει στην ησυχία του τούτο το σπίτι; Δεν είναι μεγάλο το διάστημαπου πέθανε ο πατέρας και ο τραγόπαπας κάθε μέρα στο σπίτι. Δήθεν να λιβανίσει. Δήθενα να αγιάσει. Λες και δεν γνωρίζω πως ήταν παλιός εραστής της μάνας.

Τώρα που έφυγε και ο Παναγής, πάλι τα ίδια, λες και δεν υπάρχουν άλλα σπίτια για να προστατευτούν, σκέφτηκε το Λενιώ και κοίταξε τονπαπά στα μάτια ενώ μουρμούραγε τις ψαλμωδίες τους. Ο παπάς την αγριοκοίταξε και το Λενιώχαμήλωσε το βλέμμα, έπλεξε τα χέρια μπροστά στην ποδιά της. Η μάνα της έφερε λουκούμι και καφέ στον παπά για να τον φιλέψει. Εκείνος άρπαξε το γλύκισμα και το κατάπιε. Έφυγε λέγοντας πως έκανε ότι μπορούσε και τώρα μόνο ο Ύψιστος μπορούσε να προστατεύσει αυτό το οίκημα από τα πλάσματα του έξω απ' οδω.

Το Λενιώ χαμογέλασε σαρδόνια.Το βράδυ που σήμανε η καμπάνα μεσάνυχτα, το Λενιώ ξύπνησε ιδρωμένο από τον ύπνο του. Τοπαράθυρο της ήταν ανοιχτό και είδε σκιές να περνάνε απ' έξω. Στο πέρασμά τους οι κουρτίνες στα σπίτια παραμέριζαν λίγο και οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού, σιγούρευαν πως είχαν κλείσει καλύτερα α παράθυρα. Όχι όμως και το Λενιώ.

Ήθελε να μάθει περισσότερα για αυτές τις σκιές. Ήθελε να μιλήσει ξανά με τον Παναγή της. Δεν τον χόρτασε. Τέσσερις μέρες παντρεμένοι και μια σκιά τονάρπαξε από τον γιακά, τον σήκωσε ψηλά και τον έσπασε σαν κλωναράκι. Μετά η σκιά έσκισε με το νύχι της το ίδιο της το χέρι και ένα πορφυρό ποτάμι έτρεξε. Το έσταξε στα χείλη του αγαπημένου της.Τα μάτια του έλαμψαν κόκκινα και απήδησε από το παράθυρο σαν λύκος.

Περίμενε νύχτες ολάκερες μια από αυτές τις σκιές να εμφανιστεί αν και γνώριζε πως η παρουσία τους και μόνο έξω από το σπίτι έκανε τα ζα να τρελλαθούν. Τα κοκκόρια να λαλούν περίεργες ώρες, τα μαστάρια από τις κατσίκες να τρέχουν γάλα και τους σκύλους να πέφτουν ξεροί σαν ποθαμένοι. Ο παπάς έφταιγε με την αγιαστούρα του, σκέφτηκε το Λενιώ και βγήκε με τα νυχτικά έξω στο κρύο.Ο δρόμος ήταν άδειος, τα λιγνά κυπαρίσσια της κοντινής εκκλησιάς ανέβαζαν προς τον ουρανότην προσευχή τους ασάλευτα, κατανυχτικά μέσα στο ράσο τους. Μια σκιά της έκλεισε τον δρόμο και πριν προλάβει το κορίτσι να φωνάξει, είδε πως ήταν ο Παναγής.

Τα μάτια του έσταζαν αίμα, όπως καιτο μουστάκι του. Τον φίλησε στο στόμα και εκείνος αποτραβήχτηκε.“Μη Λενιώ, μη! Σε παρακαλώ, είσαι ότι απέμενει και με κρατάει άνθρωπο! Κλείδωνε γερά τοπαραθύρι σου γιατί θα έρθω για σένα ένα βράδυ!”“Παναγή μου, ζωή χωρίς εσένα, είναι ζωή ήδη νεκρή!” του είπε το κορίτσι και τον φίλησε ξανάστο στόμα. Τότε ο βουρκόλακας άνοιξε τα σαγόνια του και βύθισε μαλακά τα δόντια του στον λαιμό της.