Το χωριό ήταν στολισμένο με σημαίες. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, και οι 245, Το χωριό ήταν στολισμένο με σημαίες. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, και οι 245, γιόρταζαν. Μετά από πολλές ώρες προπόνησης ο πρωταθλητής τους, ο σερ Βίκτορ, ήταν επιτέλους έτοιμος να αντιμετωπίσει τη φοβερή και τρομερή μάγισσα με τα 6 χέρια και τα κόκκινα μαλλιά. Ο σερ Βίκτωρ καθόταν πάνω στο άλογο του, τον ‘Φονιά’, ένα όνομα που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ο “Φονιάς”, ήταν ένα καχεκτικό, αλλήθωρο άλογο. Γυναίκες κάθε ηλικίας έραιναν με λουλούδια τον πρωταθλητή τους καθώς τον συνόδευαν στην έξοδο.Αφού η σιδερένια πόρτα έκλεισε πίσω του, ο σερ Βίκτωρ, βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρώτοεμπόδιο.
Την έρημο ‘Θέρος’, που έκαιγε σαν καυτερή πιπεριά. Είχε προνοήσει όμως και είχε τοποθετήσει στον ‘Φονιά’, πέταλα από ένα ειδικό μέταλλο που η κάψα της ερήμου δεν το έλιωνε. Όσο για τον ίδιο, είχε τα ρούχα του σε ένα δισάκι. Κυκλοφορούσε γυμνός πολύ πριν βγει από τη σιδερένια πόρτα τουχωριού.Αφού πέρασε με επιτυχία μέσα από την καυτή έρημο, βρέθηκε σε ένα άλλο παράξενο μέρος. Ο μύθος έλεγε πως σε αυτά τα χωράφια φύτρωναν βαμπίρ, για αυτό και βασίλευε το έρεβος, μιας και ο ήλιος πάντα έδυε εκεί. Ο ιππότης δεν πίστευε αυτές τις ανοησίες αλλά κρατούσε την ανάσα του, καθώς πέρναγε δίπλα από τις υποτιθέμενες σκοτεινές καλλιέργειες.
Αντιμετώπισε τους λύκους του χειμώνα, τις αλεπούδες του καλοκαιριού και άλλους επίδοξους κλέφτες ώστε ώρες αργότερα, εξουθενωμένος πλέον, βρήκε το κάστρο της μάγισσας. Εκτός από τα ρούχα του φόρεσε και ένα ζευγάρι σιδερένια γάντια. Έπρεπε να προστατευτεί από τα 6 χέρια της μάγισσας με κάποιον τρόπο. Πανοπλία δεν είχε. Τον κούραζε αφάνταστα. Κοίταξε παντού, αλλά δε βρήκε την είσοδο. Μόνο έναν μύλο που αντί για νερό, προσέπιπτε μπύρα και μια κατσίκα που έβοσκε. Μήπως η μάγισσα γνώριζε για την άφιξη του και είχε αλλάξει μορφή για να τον προκαλέσει; Αυτό δε θα της έβγαινε σε καλό!
Ο ιππότης, έβγαλε το μαχαίρι του και καθώς ετοιμαζόταν να σφάξει την κατσίκα, άκουσε μια στριγκλιά.
“Μη! Τι πας να κάνεις;” είπε μια κοκκινομάλλα, με όμορφες καμπύλες σαν μπουκάλι μπύρας, η οποία έτρεξε και αγκάλιασε την κατσίκα από τον λαιμό. Ο σερ Βίκτωρ, την κοίταξε με σηκωμένο το φρύδι.
“Ετοιμάζομαι να σκοτώσω τη μάγισσα, τι άλλο;”Η κοπέλα γέλασε. Τον πλησίασε και του χάιδεψε το σαγόνι. Ο ιππότης αισθάνθηκε ανίκανος νατη σταματήσει. Πιστεύεις ότι μια μάγισσα με 5 χέρια θα καταδεχόταν να μεταμορφωθεί σε κατσίκα και όχι σε κάποιο αρπακτικό, όπως μια κουκουβάγια;”“6 χέρια, όχι 5”, τη διόρθωσε και η κοπέλα τραβήχτηκε μακριά του.
“Εσύ…” είπε της είπε ξαφνιασμένος.
“Ναι, εγώ. Εγώ είμαι η Κίρκη η μάγισσα. Εγώ έβγαλα τη φήμη για τα χέρια. Το έκανα για ναπροστατεύσω το μυστικό του μπυρόμυλου.
”“Και η προφητεία της 8ης μέρας;”
“Την… άλλαξα λίγο. Αν σου αποκαλύψω το μυστικό, δε θα κερδίσεις αμύθητα πλούτη, αλλάμέχρι να πεθάνεις, θα πίνεις βαρελίσια μπύρα δωρεάν. Αυτό που πρέπει να κάνεις, είναι να γίνεις οβοηθός μου και να ορκιστείς πως θα με προστατεύσεις με τη ζωή σου.
”Ο ιππότης δέχτηκε. Του άρεσε η προοπτική του να προστατεύει κάτι τόσο σημαντικό.