Ο αέρας σφύραγε με μανία και στο πέρασμά του ισοπέδωνε κάθε τι που προσπαθούσε να σταθεί όρθιο. Οι πόρτες πάλευαν με τους τοίχους και ανοιγόκλειναν με θυμό λες και γνώριζαν τι θα συμβεί τις επόμενες ώρες.. Τα σύννεφα χάνονταν βίαια και αυτά στον ουρανό και η λύσσα του αέρα ήταν τόσο αδιάλλακτη που θέριζε τρόμο και ταυτόχρονα σιωπή. Οι σειρήνες ξεκίνησαν να ουρλιάζουν σαν τις μάνες όταν κραυγάζουν την ώρα που βλέπουν τα παιδιά τους να χάνονται μπροστά στα μάτια τους.
Το έλεος δεν ήρθε εκείνο το απόγευμα. Οι ψιχάλες που έπεσαν στη παραλία της Νέας Μάκρης έδωσαν στο πλήθος τέτοια χαρά, που όλοι αναφώνησαν με μία φωνή λες και ήταν στο γήπεδο και κέρδισε η ομάδα τους.. Όμως δεν ήταν αρκετές. Γιατί τελικά, αυτό δεν ήταν ψιχάλες βροχής. Ήταν τα δάκρυα του ουρανού που ήξερε τι συμβαίνει λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, που έβλεπε πόσες ψυχές σπάραζαν στον άλλοτε πράσινο παράδεισο που ασφυκτιούσε από τους καπνούς. Έβλεπε τη λάβα να ξεχύνεται στο πλήθος και εκείνο αβοήθητο και εγκλωβισμένο απλά να υπομένει το τέλος.
Παντού βλέπουμε «δεν ξεχνώ». Μα γίνεται να ξεχάσεις τον θάνατο που φοράει τα καλά του και αποφασίζει να ξεκληρίσει οικογένειες; Γίνεται να ξεχάσεις τον τρόμο που σπέρνει ο αμετανόητος αέρας σε συνδυασμό με τα μαύρα σύννεφα καπνού που σε πλησιάζουν απειλητικά; Πώς να ξεχάσεις ότι είσαι σε ένα κράτος που αδιαφορεί για τη σωματική σου ακεραιότητα και το μόνο που κάνει είναι να σε εκβιάζει, να σε απειλεί και να σου τα παίρνει; ΟΧΙ. Η Αδικία δεν ξεχνιέται. Η Αδιαφορία δεν ξεχνιέται. Η έλλειψη προστασίας δεν ξεχνιέται. Τα θύματα δεν ξεχνιούνται και όλοι εμείς δεν θα ξεχάσουμε ποτέ!
Σήμερα, ας προσευχηθούμε με μάτια κλειστά και το χέρι στη καρδιά, για ένα πράγμα: το μόνο που έχει σημασία πλέον είναι η ανάπαυση όλων εκείνων των ψυχών και ο αγώνας των δικών τους ανθρώπων για να συνεχίσουν να ζουν με αξιοπρέπεια. Προσευχόμαστε επίσης για όλους όσους είδαν τις περιουσίες τους να χάνονται και βέβαια για όλους τους εγκαυματίες. Προσευχόμαστε για εσάς. .
Κανείς δε θα ξεχάσει αυτή τη μέρα, που άλλαξε για πάντα τις ζωές μας. Άλλαξε για πάντα τα καλοκαίρια μας. Εκείνη τη μέρα που τα δευτερόλεπτα έτρεχαν μαζί με τα παιδάκια και τις γιαγιάδες, τους παππούδες, τους νέους και τις νέες και όλοι μαζί πάλευαν να σωθούν από τον διαολεμένο πύρινο γίγαντα που κατέβαινε από το βουνό για να χορτάσει με άψυχα κορμιά και να ξεδιψάσει πίνοντας θαλασσινό νερό, γεμάτο αίμα, πανικό, ελπίδα και δάκρυα.