«Εκείνο το χιόνι. Τότε, το 2004» – Tης Αναστασίας Γαβριελάτου

ekeino-to-xioni-tote-to-2004-tis-anastasias-gavrielatou

Εκείνο το χιόνι. Τότε, το 2004

Μπορεί να μην είμαι από εκείνους που αγωνιούν να το ‘’στρώσει’’ και κάθε δύο λεπτά κοιτούν από το παράθυρο μήπως τελικά έχουν αρχίσει οι πυκνές νιφάδες να κάνουν την εμφάνισή τους ή μήπως επιτέλους έκοψε ο αέρας και τώρα ήρθε η ευκαιρία να εμφανιστεί το κατάλευκο μαγικό χαλί σε αυτή την ρουτινιασμένη ζωή αλλά σίγουρα δε με αφήνει αδιάφορη, αρκεί με κάποιο (φυσιολογικό); τρόπο να εξασφαλίζεται ο «μη αποκλεισμός» μου γιατί γενικά τελευταίως έχω μία αλλεργία με τους αποκλεισμούς και ειδικά για τους αποκλεισμούς που σχετίζονται με το χιόνι, έχω πολύ ανάμεικτα συναισθήματα αλλά επιλέγω να κρατήσω τα «θετικά»…. θα καταλάβετε τι εννοώ εάν θα διαβάσετε παρακάτω:


Ζούμπερι 2004 – 15 ετών… και δύο μήνες αφότου είχα χάσει αιφνιδίως τον πατέρα μου, ο χιονιάς αποφασίζει εκρηκτικά να αποκλείσει όχι μόνο τη γειτονιά μας αλλά και πολλά σημεία του νομού.

Οι αναμνήσεις θέλοντας και μη και ίσως τώρα που το σκέφτομαι θα προτιμούσα το ‘’μη’’, αναπόφευκτα έρχονται στο νου μου και ξύνουν ανοιχτές πληγές αλλά όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω, ακόμη και τα άσχημα κρύβουν κάτι καλό στο τέλος…

Οι αναμνήσεις πολύ φορτσάτες απόψε, στρογγυλοκάθισαν πάνω στο πληκτρολόγιό μου, χωρίς να μου δίνουν την επιλογή να τις αγνοήσω… μόλις κατάφεραν να τις συνεπάρει αυτό το έρημο χιλιοχτυπημένο πληκτρολόγιο και να τις αποτυπώσει … στο παρόν κείμενο.

(Μήπως ήδη κουραστήκατε; Υπομονή έχει λίγο ακόμη..)

Ξυπνώντας εκείνο το πρωί τα πάντα ήταν κάτασπρα και παγωμένα. Παγωμένα όπως η φιγούρα της μητέρας μου λόγω του πένθους μας και κάτασπρα σαν το τρομαγμένο εφηβικό μου πρόσωπο, μιας και δύο μήνες πριν, έφυγε εκείνος τόσο ξαφνικά και βυθίστηκα σε σκέψεις και σε αναπάντητα ερωτήματα… όπως το γιατί έφυγε αλλά και γιατί με τόσο προκλητικά ανυποψίαστο θάνατο ενώ μόλις είχε καταφέρει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.. (απλά έφυγε ένα βράδυ από το σπίτι και δε γύρισε ποτέ – ανακοπή κατά τη διάρκεια της μετακίνησής του προς το νοσοκομείο Καλαμάτας μιας και εκεί του ‘’έτυχε’’ το λαχείο.. εκεί στην οικογενειακή μας εκδρομή στο χωριό της μητέρας μου) … 

Εκείνο το πρωί λοιπόν, λίγο καιρό μετά…δε θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή που βγαίνοντας στη βεράντα αντικρύσαμε το χιόνι το οποίο είχε σκεπάσει όλα όσα υπήρχαν εκεί έξω στον κήπο και κάνοντας μία προσπάθεια να ‘’τινάξουμε’’ τη λεμονιά και τη μανταρινιά, ”που και που” κρυφογελάγαμε μεταξύ μας, μιας και το τελευταίο διάστημα είχαμε ξεχάσει πως είναι να γελάς αν και λίγα λεπτά μετά… η μητέρα μου έμενε μόνη της να τινάζει τα δέντρα και τότε έκλαιγε ξανά κρυφά σα να νόμιζε ότι δε το αντιλαμβανόμασταν.. ή τουλάχιστον προσπαθούσε να το κάνει στα κρυφά. Τη θυμάμαι σχεδόν να χαστουκίζει το χιόνι από τα δέντρα… σα να κραύγαζε:

‘’Γιατί να γίνει και αυτό τώρα..;; ‘’

αλλά ναι, ξέχασα, εγώ αυτά δε τα είδα ποτέ. Δεν είδα ποτέ άλλωστε το βουβό της κλάμα και προφανώς ούτε το άκουσα.

Εκείνο το πρωί λοιπόν… και επανέρχομαι, είχε κοπεί το ρεύμα και το νερό σε ολόκληρη την περιοχή! Μπορεί να είχαμε τζάκι αλλά η μητέρα μου λόγω της κατάστασης δεν είχε οργανωθεί καταλλήλως και μάλιστα θυμάμαι ότι όταν χρειαστήκαμε λίγο νερό, ζεστάναμε το ‘’φρέσκο χιόνι’’ στο γκαζάκι… αλλά ακόμη και αυτό ήταν μία ενδιαφέρουσα εμπειρία!

Προς το μεσημέρι λοιπόν, οι γείτονες και αδελφικοί μας φίλοι ο Θοδωρής και η Βάσω, μας έκαναν το μεγαλύτερο δώρο, που θα μπορούσαν! Μας κάλεσαν να μείνουμε στο σπίτι τους και να διανυκτερεύσουμε στρωματσάδα μπροστά στο τζάκι τους! Αυτό ήταν απλά εκπληκτικό γιατί μόνο στην ιδέα ότι θα ‘’έπαιζα’’ και θα ‘’κοιμόμουν’’ παρέα με τη φίλη μου τη Μένια και τα αδέρφια της, είχαν λυθεί όλα μου ‘’τα προβλήματα’’!

Ο δρόμος για τον προορισμό φάνταζε ευκολάκι (μιλάμε για μία απόσταση ενός λεπτού καθώς τα σπίτια μας βρίσκονται στον ίδιο δρόμο σχεδόν αντικρυστά)… όμως τελικά δεν ήταν τόσο εύκολο όσο νομίζαμε.

Η μητέρα μου, άνοιγε δρόμο με το φτυάρι μπροστά και ο αδερφός μου και εγώ ακολουθούσαμε από πίσω – ή μάλλον προσπαθούσαμε να ακολουθήσουμε μιας και οι μπότες μας έμεναν διαρκώς στο χιόνι και ψάχναμε συνεχώς να τις φορέσουμε ξανά..

Μετά από αρκετά λεπτά καταφέραμε και φτάσαμε στο σπίτι τους και εκεί αρχίζει μία απίστευτη εμπειρία που θα έχω να διηγούμαι στις κόρες μου για πολλά χρόνια αν με αξιώσει ο Θεός…!

Η Μένια και εγώ (14-15 ετών τότε) είχαμε μία απερίγραπτη διάθεση να περπατήσουμε στο χιόνι και αφού πήραμε το ‘’οκ’’, ξεκινήσαμε να κάνουμε έναν μικρό κύκλο στη γειτονιά μας… (με γοργό περπάτημα υπό φυσιολογικές συνθήκες απαιτούνται περίπου 6 με 7 λεπτά και ίσως λέω και πολύ…) αλλά που να ξέραμε…!

Ξεκινώντας, είμασταν αρκετά ξεκούραστες και παθιασμένες με την ιδέα να βολτάρουμε στο αποκλεισμένο Ζούμπερι…. αλλά λίγα λεπτά μετά βρεθήκαμε αντιμέτωπες με πάρα πολύ χιόνι, το οποίο μας έφτανε σχεδόν μέχρι τη μέση και μας οδηγούσε σε αναγκαστικό σκάψιμο!

Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να ανοίξω δρόμο με τη μπότα… είμασταν στη μέση της διαδρομής και είχαν περάσει 40 ολόκληρα λεπτά και ενώ είμασταν αρκετά κοντά στα σπίτια μας, σχεδόν είχαμε παραλύσει μέσα στο χιόνι, με κατακόκκινα μάγουλα, μία ελαφριά ανησυχία που όμως την «καλμάραμε» γιατί απλά ξέραμε το σημείο που βρισκόμασταν και με εχθρό τον ήλιο που είχε αρχίσει να μας εγκαταλείπει αφήνοντας μας στα όρια της δύσης…

Παλεύαμε με το χιόνι και προσπαθούσαμε να προχωρήσουμε – είχα χάσει για πολλοστή φορά τη μπότα μου και πλέον το λαχάνιασμα είχε γίνει αρκετά ηχηρό… είχα αρχίσει να κουράζομαι αισθητά και θυμάμαι χαρακτηριστικά τη Μένια να βρίσκεται σε μία παρόμοια φάση… για να είμαι ειλικρινής και εδώ είναι το σημείο που θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη – από τον πατέρα της, Θοδωρή – δεν είχαμε καταλάβει και πολύ την απερισκεψία του να απομακρυνθούμε υπό αυτές τις συνθήκες και μάλιστα χωρίς ίχνος άγχους…

Ομολογουμένως πάντως, ανεξάρτητα από την κούραση, μέσα στο όλο σκηνικό η μία ατάκα ξεπέταγε την άλλη και το γέλιο που ρίχναμε με τη Μένια ήταν υπέρ αρκετό για να μας δίνει δύναμη να συνεχίσουμε – άλλωστε δεν είχαμε και άλλη επιλογή. (Ούτε που φανταζόμασταν πόσο ξινό θα μας έβγαινε..…)

Και όλα αυτά μέχρι που κάποια στιγμή ακούσαμε τη δυνατή φωνή του πατέρα της να φωνάζει τα ονόματά μας, βγάζοντας σχεδόν κραυγές και εμφανώς απεγνωσμένος από την άλλη μεριά του δρόμου, είχε καταφέρει να μας εντοπίσει! (δεν είχαμε ακόμη κινητά)

 Εκεί καταλάβαμε ότι «μαύρο φίδι που μας έφαγε»… κυρίως όταν τον είδαμε αγκαζέ με τους φακούς του και με ζωγραφισμένο τον τρόμο στα μάτια του… εκεί πια είμασταν σίγουρες για τη γκάφα μας. (Ο καημένος ο άνθρωπος έβλεπε που καθυστερούσαμε και αποφάσισε να μας ψάξει…! Για ευνόητους λόγους δε θα σχολιάσω τα μπινελίκια που ακούσαμε και πόσο σαν ‘’βρεγμένες γάτες’’ γυρίσαμε σπίτι με τους ‘’υπόλοιπους ακόλουθους’’ να μας περιμένουν εκεί για τον επόμενο γύρο της ‘’ψαλμωδίας’’…Όσο τρομακτικό και αν ήταν για τους άλλους…εγώ ακόμη όταν το σκέφτομαι, γελάω..!

Εκείνο το βράδυ, φυσικά και δε κλείσαμε μάτι. Γιατί ο μικρός τους γιος ο Γιώργος (τότε 3 ετών – έκλαιγε κάθε πέντε λεπτά – δεν το ξεχνώ ποτέ αυτό μικρέ Σαράκη ακόμη και αν μας τραγουδούσες ψευδά το ‘’Χαλαρά’’ του ‘’Πάζη’’  και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια, εκείνο το βράδυ μείναμε άυπνοι – μάλλον δόντια θα’βγαζες αλλά τι σου λέω τώρα, ούτε που θα θυμάσαι…)

Δε κλείσαμε μάτι γιατί κάναμε χαβαλέ…. δε κλείσαμε μάτι γιατί το το φως από το τζάκι ζάλιζε τα μάτια μας αλλά ταυτόχρονα η ζεστασιά του μας χάριζε ένα παραμυθένιο χιονισμένο χουζούρι!

Ένας χιονιάς, εν τέλει.. συναρπαστικός…!

Και επειδή ποτέ δεν είναι αργά για ένα ευχαριστώ..:

Ευχαριστώ αυτούς τους ανθρώπους που σε μία τόσο δύσκολη στιγμή στήριξαν τη μητέρα μου και εμάς, ανοίγοντας το σπίτι τους!

Ευχαριστώ την εκπληκτική τους γιαγιά την κυρία Ευαγγελία που την επόμενη μέρα, τηγάνιζε όλη μέρα πατάτες στο τζάκι για όλους μας και δεν είμασταν λίγοι – δεν έφαγα ποτέ ωραιότερες)

Ευχαριστώ τη Μένια μου, που τη σκέφτομαι και γελάω…  αυτό το πειραχτήρι με το απερίγραπτο χιούμορ της, που ήταν συμπρωταγωνίστρια σε αυτή την κατάλευκη περιπετειώδη ταινία, εκείνο το απόγευμα στο αποκλεισμένο Ζούμπερι του 2004!