Η Λούλα πέταγε από την χαρά της. Είχε μόλις βγει από το γραφείο της ψυχολόγου της ψυχολόγο της και ένιωθε πολύ ανάλαφρη. Πως ο κόσμος της άνηκε. Πως μπορούσε να κάνει τα πάντα.
Η αλήθεια είναι πως πέρασε πολύ άσχημα και ζόρικα χρόνια με τον Αριστείδη, την πρώην σχέση της. Όλο ήξεις – αφίξεις ήταν. Τον ρώταγε πότε θα παντρευτούν, πότε θα βάλουν μπροστά για οικογένεια και εκείνος απάνταγε με ένα αινιγματικό χαμόγελο, ‘σύντομα’. Στην αρχή η Λούλα το είχε πάρει πολύ χαλαρά. Όμως όταν πέρασε ένας χρόνος, και άλλος ένας, και άλλος ένας…άρχισε να ψυλλιάζεται πως κάτι συμβαίνει. Έτσι στην επέτειο του τρίτου χρόνου τους μαζί, τον χώρισε. Εκείνος έτρεχε σαν το σκυλάκι από πίσω της. Τι λουλούδια, τι γλυκά, τι μπουζούκια…Ε, δεν ήθελε και πολύ και εκείνη, έπεσε.
Όμως η Λούλα είχε πατήσει τα σαραντατρία και δεν είχε πολλά περιθώρια μπροστά της. Έκανε υπομονή άλλα δυο χρόνια και μόλις είδε πως ο Αριστείδης δεν χαμπάριαζε, ούτε έλεγε τίποτα για γάμο, πήρε τα μπογαλάκια της και έφυγε. Μετακόμισε πίσω στο χωριό της στην Ορεστιάδα. Άλλαξε και αριθμό τηλεφώνου να μην μπορεί να την βρει κανείς και βρήκε δουλειά σε ένα μαγαζί που πούλαγε είδη κηπουρικής. Εκεί γνώρισε τον Παναγιώτη. Καλό παιδί, δουλευταράς αλλά άτυχο. Είχε χάσει γυναίκα και γιο σε τροχαίο. Η γνωριμία με τον Παναγιώτη την βοήθησε να ξεπεράσει και να ξεχάσει τον Αριστείδη. Έλα όμως που η μοίρα θες, η τύχη θες, τα έφερε έτσι και έμαθε από κοινούς γνωστούς πως ο πρώην αγαπητικός της, παντρεύεται. Και μάλιστα μια όμορφη κοπελίτσα κατά πολλά χρόνια μικρότερη του.
Οι φίλες της Λούλας, επέμεναν πως υπήρχαν μάγια στην εξίσωση. Ήταν σίγουρες πως τα ίδια μάγια που είχε κάνει στην ίδια, είχε κάνει και στην μικρή. Η Λούλα δεν τα πίστευε αυτά, όμως…όμως κάτι την έτρωγε. Θες η μια ατυχία μετά την άλλη, θες οι φίλες της που επέμεναν τόσο πολύ…Η γυναίκα πήρε την απόφαση να πάει σε κάποιο μέντιουμ. Δεν ήθελε τίποτα από το παρελθόν της να την επηρεάζει αρνητικά, όχι μόνο εκείνη αλλά και τον Παναγιώτη. Οι φίλες της, της πρότειναν την συνονόματη της, την μαντάμ Λούλας η οποία όμως έμενε δύο ώρες μακριά από την μέλλουσα νύφη.
Η Λούλα σκέφτηκε πως κοντά στο σπίτι της μαντάμ, έκαναν παραδώσεις γεωργικά εργαλεία και λιπάσματα. Έτσι πρότεινε στο αφεντικό της, να πάει με το αμάξι της δουλειάς. Το αφεντικό συμφώνησε γιατί ήταν Σάββατο απόγευμα και κανένας άλλος υπάλληλος δεν ήθελε να κάνει κάτι τόσο άχαρο και να χάσει το Σαββατοβράδο του. Το σχέδιο της γυναίκας πήγαινε από το καλό, στο καλύτερο.
Μετά από δυόμιση ώρες, κατάφερε και έφτασε στο σπίτι της άλλης Λούλας. Ήταν ένα μικρό σπιτάκι, με όμορφο κήπο και δύο ψηλά, ξύλινα, κόκκινα σπιτάκια για σπουργίτια. Με τρεμάμενο χέρι, χτύπησε το κουδούνι. Στην πόρτα εμφανίστηκε μια ξανθιά γυναίκα, με μαύρη νυχτικιά, μαύρη ρόμπα και κρεμασμένο ένα τσιγάρο στα χείλη. Της άνοιξε και μπήκαν μέσα. Το σπίτι ήταν καθαρό, τακτοποιημένο και μύριζε έντονα λιβάνι. Στην μέση του σαλονιού υπήρχε ένα τραπεζάκι, καλυμμένο με σκούρο μωβ ύφασμα και μια μπάλα επάνω. Η μαντάμ Λούλα με μια κίνηση του χεριού της είπε να καθίσει. H γυναίκα ξεροκατάπιε. Η μαντάμ, φύσηξε τον καπνό μακριά από την πελάτισσα.
«Ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψης σας στο ταπεινό μου σπίτι;» ρώτησε η μαντάμ.
«Να…ξέρετε…θέλω να ρωτήσω αν θα παντρευτώ και πότε,» απάντησε η Λούλα.
«Μάλιστα, μάλιστα», είπε η μαντάμ ενώ κοίταζε σαν γύπας την κρυστάλλινη μπάλα. Η Λούλα δεν μπορούσε να καταλάβει πολλά όμως οι κόκκινοι και μαύροι καπνοί δεν ήταν και πολύ καλό σημάδι. Η μαντάμ σηκώθηκε όρθια και αναστέναξε.
«Κοίτα…με την σφαίρα δεν βγάζω άκρη, θα σου ψήσω έναν καφέ», είπε και εξαφανίστηκε. Όταν γύρισε έδωσε στην Λούλα να πιεί τρεις φορές. Έτσι και έγινε, μετά η μάντισσα, πήρε το φλυτζάνι το γύρισε ανάποδα και…πήγε πάλι μέσα. Αυτή την φορά έφερε σοκολάτα. Πάλι τα ίδια. Η Λούλα ήπιε θυμωμένη. Η μάντισσα το γύρισε ανάποδα…αλλά αποτέλεσμα μηδέν.
«Τελευταία προσπάθεια φιλενάδα,» είπε η μάντισσα και έφερε ένα ποτήρι νερό και ένα κερί αναμμένο. Η αλήθεια είναι η γυναίκα τρόμαξε αλλά δεν μίλησε. Η μάντισσα έσταξε το κερί πάνω από το νερό και αυτό έκανε διάφορους σχηματισμούς.
Η άλλη Λούλα, φυσούσε και ξεφυσούσε. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Τελικά το πήρε και το πέταξε.
«Αύριο φιλενάδα, αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα», είπε και της έδειξε την έξοδο. Η Λούλα φανερά εκνευρισμένη και με κατακόκκινο πρόσωπο, βγήκε έξω. Έβαλε το κλειδί στο αμάξι και το πήρε πίσω. Γύρισε πίσω και χτύπαγε την πόρτα της μάντισσας. Δεν της άνοιγε. Η Λουλα τότε πήρε από το πορτ-μπαγκαζ ένα τσεκούρι. Επέστρεψε. Άρχισε να πελεκάει με το τσεκούρι, τα δύο κόκκινα σπίτια για τα σπουργιτάκια. Ευτυχώς ήταν άδεια. Όταν τα έριξε κάτω, πήγε στην πόρτα του σπιτιού και άρχισε να την βαράει με όλη της την δύναμη. Η άλλη Λούλα άνοιξε δειλά την πόρτα.
«Πες μου, τι είδες! Τώρα!» ούρλιαξε η γυναίκα.
«Είδα…είδα θάνατο. Δεν είδα γάμο και αρχή, αλλά τέλος…Δεν θα παντρευτείς. Θα σε προλάβει ο χάροντας…» ψέλισσε η μάντισσα.
«Μάλιστα. Ευχαριστώ,» απάντησε η Λούλα και φύσηξε μια τούφα από τα καστανά μαλλιά της που είχε πέσει μπροστά. Λίγο πριν προλάβει η μάντισσα να κλείσει την ήδη σακατεμένη πόρτα, η Λούλα την έσπρωξε μέσα και της έκοψε τα χέρια.
«Λούλα και εσύ, Λούλα και εγώ…σκέφτηκα να μπερδέψω τον χάροντα,» είπε απολογητικά καθώς η μάντισσα πέθαινε από αιμορραγία. Η Λούλα τα επόμενα της χρόνια τα πέρασε στην φυλακή όπου την επισκεπτόταν ψυχολόγος κάθε εβδομάδα.