«Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Η φωτιά σιγοκαίει στις καρδιές μας», λένε επιζώντες της τραγικής πυρκαγιάς που προκάλεσε τον όλεθρο στο Μάτι

Τέσσερα χρόνια. Τόσος χρόνος πέρασε από εκείνη την αποφράδα ημέρα στο Μάτι. Από την μεγαλύτερη καταστροφή της Μεταπολίτευσης, που άφησε πίσω της 103 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, χιλιάδες ανθρώπους με πληγωμένες ψυχές.

Kάτοικοι μιλούν για όσα έζησαν τη φρίκη της πυρκαγιάς.

«Φυσικά και θέλω να θυμάμαι. Αν δεν θυμόμαστε, θα επαναληφθεί. Είναι χρέος μας να αγωνιστούμε για τις ψυχές που χάθηκαν και για την ελπίδα για μια καλύτερη κοινωνία» μας λέει μια φοιτήτρια που έζησε τον τρόμο στο Μάτι και συμπληρώνει πως «αφεθήκαμε στο έλεος του Θεού, χωρίς βοήθεια στηριζόμενοι ο ένας στον άλλο».

Η Έφη και ο Λουκάς ένα νέο ζευγάρι που ζει στο Μάτι και έζησε τον εφιάλτη από το πρώτο ως το τελευταίο του λεπτό. «Τι να πρωτοθυμηθούμε» λένε αναστενάζοντας.

«Την αγωνία να σώσουμε τα 2 μας μικρά παιδιά ή τους ηλικιωμένους γονείς μας. Οι στιγμές δεν περιγράφονται με λόγια. Ο χρόνος εκείνες τις στιγμές ήταν ο αντίπαλος μας. Παντού υπήρχαν φλόγες και καπνός. Έκαιγε τα σωθικά μας. Τρέχαμε να βρούμε τους δικούς μας ανθρώπους. Να τους πούμε να κατευθυνθούν προς τις παραλίες στο Μάτι. Εμείς γνωρίζαμε τουλάχιστον που να πάμε. Οι στιγμές ήταν σαν αιωνιότητα. Ο Λουκάς πήρε τα 2 μικρά παιδιά μας και μπήκε στη θάλασσα. Τα κρατούσε στην αγκαλιά του ώρες μέχρι να φτάσει βοήθεια με περίσσιο θάρρος και αντοχές». Βουρκώνουν τα 2 νέα αυτά παιδιά που είναι τόσο αγαπητά στο Μάτι. Το Μάτι το λατρεύουν και δεν πρόκειται ποτέ να το εγκαταλείψουν. Η μητέρα της Έφης, με πολλαπλά εγκαύματα σε όλο το σώμα, υπάρχουν μέρες ακόμη και σήμερα που υποφέρει από τους πόνους. Πρόκειται όμως για μια δεμένη οικογένεια- πρότυπο συμπεριφοράς για όλο το Μάτι

Τα παιδιά τους, έμαθαν να ζούνε με την εμπειρία αυτή αν και ήταν πολύ δύσκολο τον πρώτο καιρό. Τα τραύματα στις ψυχές τους έχουν θεραπευτεί. Πλέον δεν φοβούνται, πλέον δεν διστάζουν. Έζησαν την φρίκη στο Μάτι, όμως βγήκαν ζωντανά και ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Ο Λουκάς και η Έφη δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Το αξιοθαύμαστο του χαρακτήρα τους, προτιμάει να κρατάει μέσα του τις πληγές της πυρκαγιάς. Με το ζόρι μίλησαν. Όχι διότι θέλουν να ξεχάσουν, αλλά γιατί ξέρουν πως τις ώρες τούτες που πλησιάζει επέτειος της τραγωδίας, τα στόματα πρέπει να λένε λίγα και οι ψυχές να παραμένουν ταπεινές. Εκεί θα είναι πάντα να στηρίζουν με πράξεις το Μάτι.

Στο Μάτι, κάθε σπιτικό έχει να διηγηθεί. Μια κυρία που αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα έζησε την τραγωδία μέσα στο σπίτι της. Διότι με το ρεύμα κομμένο και την αδυναμία της κατέβει τις σκάλες, το ασανσέρ ήταν ο μόνος τρόπος να απομακρυνθεί από την πολυκατοικία της, αλλά χωρίς ρεύμα ήταν αναγκασμένη να παραμείνει εντός του σπιτιού της. «Ήταν ο απόλυτος εφιάλτης. Μου ζητούσαν οι φίλοι μου να απομακρυνθώ όταν πλέον η φωτιά πέρασε την Μαραθώνος. Όμως τα κινητικά προβλήματα μου απαγόρευαν καν σαν σκέψη την κάθοδο με τις σκάλες. Μόλις αντιλήφθηκα πως βοήθεια δεν έρχονταν από πουθενά και η μόνη επιλογή που είχα ήταν να παραμείνω εντός του σπιτιού μου, πανικοβλήθηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω εκτός από προσευχή.

Ευτυχώς τα τηλέφωνα λειτουργούσαν και είχα την νοερή συμπαράσταση γειτόνων που μου έλεγαν να βάλω βρεγμένες πετσέτες στα παράθυρα και την πόρτα για να μην περάσει ο καπνός και πεθάνω από τις αναθυμιάσεις. Έβλεπα παντού φωτιά και καπνούς. Όλα καίγονταν. Δεν μπορούσα να διακρίνω πόσα διαμερίσματα είχαν πιάσει φωτιά ξέχωρα από τα δέντρα που καίγονταν παντού και τις εκρήξεις που ακούγονταν. Ήμουν μέσα στο σπίτι μου και αδυνατούσα να προβλέψω τι θα επακολουθούσε.

Τέτοιες στιγμές να μην ζήσει κανείς άλλος άνθρωπος. Στιγμές που δεν φιλτράρονται με τίποτα. Ο λατρεμένος μας τόπος καίγονταν. Οι ψυχές καίγονταν μαζί. Ο τόπος που μεγαλώσαμε μαζί του καίγονταν. Πουθενά βοήθεια. Μόνο μεταξύ μας ότι έγινε. Το Μάτι κάηκε αλλά εμείς δεν θα το εγκαταλείψουμε ποτέ. Πέθαναν άνθρωποι άδικα. Παιδιά. Ποιος θέλει να ξεχάσει; Κανείς δεν θα ξεχάσει. Κάθε χρόνο όσο μας έχει καλά ο Θεός, θα είμαστε εδώ. Εμείς σωθήκαμε άλλοι πέθαναν. Κάθε λεπτό της υπόλοιπης ζωής μας θα θυμόμαστε».

Μικρά και μεγαλύτερα παιδιά έφυγαν αγκαλιασμένα με ενωμένες ανάσες ως το τέλος. Τα πολύ μικρά αγγελούδια έπαιζαν ως την τελευταία στιγμή. Χαμογελούσαν, τραγουδούσαν, έχτιζαν καστράκια στην άμμο. Ο πύρινος κλοιός τα περικύκλωσε. Έτρεξαν να σωθούν με τους γονείς τους όμως δεν τα κατάφεραν. Έδωσαν μάχη. Άνιση μάχη. Μόνα τους. Κανείς δεν τα είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο. Η ζωή τους πολύ σύντομη. Όχι. Κακία δεν κρατάνε οι μικροί Άγγελοι σε κανέναν.

Να ζήσουν ήθελαν, να παίξουν, να μάθουν, να αγαπήσουν. Τα μικρά παιδιά δεν μισούν κανέναν. Είναι ενάντια στη φύση τους. Ότι και να γίνει από εδώ και στο εξής σε αυτή την παραθαλάσσια κωμόπολη της Αττικής το χώμα της θα είναι πάντα ποτισμένο με δάκρυα. Τα λουλούδια που θα φυτρώνουν έχουν ποτιστεί από τα δάκρυα των ανθρώπων. Αν βρεθείτε στα μέρη που τα μικρά αγγελούδια μας άφησαν, ίσως αντικρύσετε τα πιο λαμπερά λουλούδια του κόσμου.

«Για όσο ζω και μπορώ, θα συνεχίζω να διοργανώνω το τουρνουά του μπιτς βόλεϊ στην μνήμη του συνδιοργανωτή και φίλου Πάρι Κατσουλάκη ώστε να μην ξεχάσει ποτέ κανείς τι έγινε τότε».

Ο 26χρονος Ερρίκος Τσινίδης δεν μπορεί να ξεχάσει τίποτα από όσα έγιναν στις 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι. «Μερικά πράγματα δεν ξεχνιούνται, κάποιοι μας ξέχασαν εμείς όμως δεν πρόκειται ποτέ μέχρι να δικαιωθούμε.

Να ξεχάσεις κάτι τέτοιο είναι αδύνατο ειδικά όταν χάνεις φίλους και οικογένεια, σε στιγματίζει για πάντα στη ζωή σου και σε κάνει να εκτιμάς πολλά και σε κάνει να μην σταματάς να κάνεις δράσεις στις γύρω περιοχές για να «δείξεις» ότι δεν πρόκειται να αφήσεις να επαναληφθεί ποτέ. Η ευθύνη πέφτει στους μεγαλύτερους και οι νεότεροι ζητάμε μόνο ένα πράγμα, Ποτέ μα ποτέ να μην χάσουμε την ελπίδα μας ότι θα τα καταφέρουμε ΜΑΖΙ».

Η Κατερίνα, μια ξεχωριστή μαχητική γυναίκα γράφει:

Σε καλώ, το Σάββατο 23 Ιουλίου, να είσαι εδώ!

Αυτοί που έφυγαν, θα είναι εδώ.

Αυτοί που έμειναν πίσω, θα είναι εδώ.

Αυτοί που θέλουν να θυμούνται θα είναι εδώ.

Αυτοί που αγαπούν τον τόπο και τους ανθρώπους του, θα είναι εδώ.

Αυτοί που νοιάζονται για την ασφάλεια της οικογένειάς τους, θα είναι εδώ.

Ο Σεβασμός θα είναι εδώ.

Η Μνήμη θα είναι εδώ.

Η Αλήθεια θα είναι εδώ.

Να είσαι και εσύ εδώ.

Σε ευχαριστώ.

Και προσθέτει την ιστορία της:

Δεν θα γράψω φανταστικές ιστορίες για το Μάτι.

Γράφω την δική μου.

Εμείς λοιπόν, φύγαμε από την Ραφήνα στις 5:30.

Μέσω της παραλιακής οδού φτάσαμε Μάτι στην καλύτερη 5:40

Τα παιδιά κινητοποιηθηκαν.

Εγώ ανέβηκα επάνω, να κατεβάσω τα ηλεκτρικά ρολά γιατί ήμουν σίγουρη πως θα κοβόταν το ρεύμα.

Και, ξαναφεύγω για Ραφήνα, πάλι παραλιακώς και φτάνω, όπως δείχνει η δεύτερη φωτογραφία στις 5:57

Περιμένω τον Βακη και μαθήτρια μας να κατέβουν, τουλάχιστον έξι λεπτά.

Φεύγουμε παραλιακώς πάλι για Μάτι. Τώρα βλέπεις πια το σύννεφο της φωτιάς, αλλά σε κανένα σημείο δεν μύριζε.

Ακόμα και η τελευταία μας διαδρομή γίνεται με ελαφρύ αεράκι, ψυχή στον δρόμο και υπό τον ήχο των τζιτζικιών.

Φτάσαμε 6:15 σπίτι μας το οποίο είναι στους τελευταίους δρόμους προς Αμπελούπολη.

Δεν φύγαμε από το σημείο πριν τις 7:15

Μόνο όσοι είχαν κατέβει στην παραλιακή οδό μπορούσαν να έχουν οπτική εικόνα της φωτιάς καθώς οι φλόγες ήταν τεράστιες.

Όσοι έμεναν στα σπίτια τους δεν είχαν ιδέα ότι η φωτιά είναι δίπλα τους. Δεν υπήρχε καπνός και μυρωδιά.

Ποτέ δεν ακούσαμε πυροσβεστική ή άλλη σειρήνα. Ποτέ.

Αν εκείνο το κρίσιμο εικοσάλεπτο, 5:30 – 5:50, υπήρχε εναέρια επιτήρηση, θα μπορούσε να διακρίνει την ευκαιρία διεξόδου της κοινότητας προς Νέα Μάκρη.

Θα μου πεις, θα είχαν σωθεί όλοι;

Θα σου απαντήσω, ένας! Ένας. Μπορούσε να έχει σωθεί ένας;

Τέσσερα χρόνια. Τόσος χρόνος πέρασε από εκείνη την αποφράδα ημέρα στο Μάτι. Από την μεγαλύτερη καταστροφή της Μεταπολίτευσης, που άφησε πίσω της 103 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, χιλιάδες ανθρώπους με πληγωμένες ψυχές.

Το in, θέλοντας να μην ξεχαστούν όσα έγιναν στις 23 Ιουλίου 2018, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν, μίλησε με κατοίκους στο Μάτι, που έζησαν τη φρίκη της πυρκαγιάς.

«Φυσικά και θέλω να θυμάμαι. Αν δεν θυμόμαστε, θα επαναληφθεί. Είναι χρέος μας να αγωνιστούμε για τις ψυχές που χάθηκαν και για την ελπίδα για μια καλύτερη κοινωνία» μας λέει μια φοιτήτρια που έζησε τον τρόμο στο Μάτι και συμπληρώνει πως «αφεθήκαμε στο έλεος του Θεού, χωρίς βοήθεια στηριζόμενοι ο ένας στον άλλο».

Η Έφη και ο Λουκάς ένα νέο ζευγάρι που ζει στο Μάτι και έζησε τον εφιάλτη από το πρώτο ως το τελευταίο του λεπτό. «Τι να πρωτοθυμηθούμε» λένε αναστενάζοντας.

«Την αγωνία να σώσουμε τα 2 μας μικρά παιδιά ή τους ηλικιωμένους γονείς μας. Οι στιγμές δεν περιγράφονται με λόγια. Ο χρόνος εκείνες τις στιγμές ήταν ο αντίπαλος μας. Παντού υπήρχαν φλόγες και καπνός. Έκαιγε τα σωθικά μας. Τρέχαμε να βρούμε τους δικούς μας ανθρώπους. Να τους πούμε να κατευθυνθούν προς τις παραλίες στο Μάτι. Εμείς γνωρίζαμε τουλάχιστον που να πάμε. Οι στιγμές ήταν σαν αιωνιότητα. Ο Λουκάς πήρε τα 2 μικρά παιδιά μας και μπήκε στη θάλασσα. Τα κρατούσε στην αγκαλιά του ώρες μέχρι να φτάσει βοήθεια με περίσσιο θάρρος και αντοχές». Βουρκώνουν τα 2 νέα αυτά παιδιά που είναι τόσο αγαπητά στο Μάτι. Το Μάτι το λατρεύουν και δεν πρόκειται ποτέ να το εγκαταλείψουν. Η μητέρα της Έφης, με πολλαπλά εγκαύματα σε όλο το σώμα, υπάρχουν μέρες ακόμη και σήμερα που υποφέρει από τους πόνους. Πρόκειται όμως για μια δεμένη οικογένεια- πρότυπο συμπεριφοράς για όλο το Μάτι – όπως μαθαίνουμε.

Τα παιδιά τους, έμαθαν να ζούνε με την εμπειρία αυτή αν και ήταν πολύ δύσκολο τον πρώτο καιρό. Τα τραύματα στις ψυχές τους έχουν θεραπευτεί. Πλέον δεν φοβούνται, πλέον δεν διστάζουν. Έζησαν την φρίκη στο Μάτι, όμως βγήκαν ζωντανά και ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Ο Λουκάς και η Έφη δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Το αξιοθαύμαστο του χαρακτήρα τους, προτιμάει να κρατάει μέσα του τις πληγές της πυρκαγιάς. Με το ζόρι μίλησαν. Όχι διότι θέλουν να ξεχάσουν, αλλά γιατί ξέρουν πως τις ώρες τούτες που πλησιάζει επέτειος της τραγωδίας, τα στόματα πρέπει να λένε λίγα και οι ψυχές να παραμένουν ταπεινές. Εκεί θα είναι πάντα να στηρίζουν με πράξεις το Μάτι.

Στο Μάτι, κάθε σπιτικό έχει να διηγηθεί. Μια κυρία που αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα έζησε την τραγωδία μέσα στο σπίτι της. Διότι με το ρεύμα κομμένο και την αδυναμία της κατέβει τις σκάλες, το ασανσέρ ήταν ο μόνος τρόπος να απομακρυνθεί από την πολυκατοικία της, αλλά χωρίς ρεύμα ήταν αναγκασμένη να παραμείνει εντός του σπιτιού της. «Ήταν ο απόλυτος εφιάλτης. Μου ζητούσαν οι φίλοι μου να απομακρυνθώ όταν πλέον η φωτιά πέρασε την Μαραθώνος. Όμως τα κινητικά προβλήματα μου απαγόρευαν καν σαν σκέψη την κάθοδο με τις σκάλες. Μόλις αντιλήφθηκα πως βοήθεια δεν έρχονταν από πουθενά και η μόνη επιλογή που είχα ήταν να παραμείνω εντός του σπιτιού μου, πανικοβλήθηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω εκτός από προσευχή.

Ευτυχώς τα τηλέφωνα λειτουργούσαν και είχα την νοερή συμπαράσταση γειτόνων που μου έλεγαν να βάλω βρεγμένες πετσέτες στα παράθυρα και την πόρτα για να μην περάσει ο καπνός και πεθάνω από τις αναθυμιάσεις. Έβλεπα παντού φωτιά και καπνούς. Όλα καίγονταν. Δεν μπορούσα να διακρίνω πόσα διαμερίσματα είχαν πιάσει φωτιά ξέχωρα από τα δέντρα που καίγονταν παντού και τις εκρήξεις που ακούγονταν. Ήμουν μέσα στο σπίτι μου και αδυνατούσα να προβλέψω τι θα επακολουθούσε.

Τέτοιες στιγμές να μην ζήσει κανείς άλλος άνθρωπος. Στιγμές που δεν φιλτράρονται με τίποτα. Ο λατρεμένος μας τόπος καίγονταν. Οι ψυχές καίγονταν μαζί. Ο τόπος που μεγαλώσαμε μαζί του καίγονταν. Πουθενά βοήθεια. Μόνο μεταξύ μας ότι έγινε. Το Μάτι κάηκε αλλά εμείς δεν θα το εγκαταλείψουμε ποτέ. Πέθαναν άνθρωποι άδικα. Παιδιά. Ποιος θέλει να ξεχάσει; Κανείς δεν θα ξεχάσει. Κάθε χρόνο όσο μας έχει καλά ο Θεός, θα είμαστε εδώ. Εμείς σωθήκαμε άλλοι πέθαναν. Κάθε λεπτό της υπόλοιπης ζωής μας θα θυμόμαστε».

Μικρά και μεγαλύτερα παιδιά έφυγαν αγκαλιασμένα με ενωμένες ανάσες ως το τέλος. Τα πολύ μικρά αγγελούδια έπαιζαν ως την τελευταία στιγμή. Χαμογελούσαν, τραγουδούσαν, έχτιζαν καστράκια στην άμμο. Ο πύρινος κλοιός τα περικύκλωσε. Έτρεξαν να σωθούν με τους γονείς τους όμως δεν τα κατάφεραν. Έδωσαν μάχη. Άνιση μάχη. Μόνα τους. Κανείς δεν τα είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο. Η ζωή τους πολύ σύντομη. Όχι. Κακία δεν κρατάνε οι μικροί Άγγελοι σε κανέναν.

Να ζήσουν ήθελαν, να παίξουν, να μάθουν, να αγαπήσουν. Τα μικρά παιδιά δεν μισούν κανέναν. Είναι ενάντια στη φύση τους. Ότι και να γίνει από εδώ και στο εξής σε αυτή την παραθαλάσσια κωμόπολη της Αττικής το χώμα της θα είναι πάντα ποτισμένο με δάκρυα. Τα λουλούδια που θα φυτρώνουν έχουν ποτιστεί από τα δάκρυα των ανθρώπων. Αν βρεθείτε στα μέρη που τα μικρά αγγελούδια μας άφησαν, ίσως αντικρύσετε τα πιο λαμπερά λουλούδια του κόσμου.

«Για όσο ζω και μπορώ, θα συνεχίζω να διοργανώνω το τουρνουά του μπιτς βόλεϊ στην μνήμη του συνδιοργανωτή και φίλου Πάρι Κατσουλάκη ώστε να μην ξεχάσει ποτέ κανείς τι έγινε τότε».

Ο 26χρονος Ερρίκος Τσινίδης δεν μπορεί να ξεχάσει τίποτα από όσα έγιναν στις 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι. «Μερικά πράγματα δεν ξεχνιούνται, κάποιοι μας ξέχασαν εμείς όμως δεν πρόκειται ποτέ μέχρι να δικαιωθούμε.

Να ξεχάσεις κάτι τέτοιο είναι αδύνατο ειδικά όταν χάνεις φίλους και οικογένεια, σε στιγματίζει για πάντα στη ζωή σου και σε κάνει να εκτιμάς πολλά και σε κάνει να μην σταματάς να κάνεις δράσεις στις γύρω περιοχές για να «δείξεις» ότι δεν πρόκειται να αφήσεις να επαναληφθεί ποτέ. Η ευθύνη πέφτει στους μεγαλύτερους και οι νεότεροι ζητάμε μόνο ένα πράγμα, Ποτέ μα ποτέ να μην χάσουμε την ελπίδα μας ότι θα τα καταφέρουμε ΜΑΖΙ».

Η Κατερίνα, μια ξεχωριστή μαχητική γυναίκα γράφει:

Σε καλώ, το Σάββατο 23 Ιουλίου, να είσαι εδώ!

Αυτοί που έφυγαν, θα είναι εδώ.

Αυτοί που έμειναν πίσω, θα είναι εδώ.

Αυτοί που θέλουν να θυμούνται θα είναι εδώ.

Αυτοί που αγαπούν τον τόπο και τους ανθρώπους του, θα είναι εδώ.

Αυτοί που νοιάζονται για την ασφάλεια της οικογένειάς τους, θα είναι εδώ.

Ο Σεβασμός θα είναι εδώ.

Η Μνήμη θα είναι εδώ.

Η Αλήθεια θα είναι εδώ.

Να είσαι και εσύ εδώ.

Σε ευχαριστώ.

Και προσθέτει την ιστορία της:

Δεν θα γράψω φανταστικές ιστορίες για το Μάτι.

Γράφω την δική μου.

Εμείς λοιπόν, φύγαμε από την Ραφήνα στις 5:30.

Μέσω της παραλιακής οδού φτάσαμε Μάτι στην καλύτερη 5:40

Τα παιδιά κινητοποιηθηκαν.

Εγώ ανέβηκα επάνω, να κατεβάσω τα ηλεκτρικά ρολά γιατί ήμουν σίγουρη πως θα κοβόταν το ρεύμα.

Και, ξαναφεύγω για Ραφήνα, πάλι παραλιακώς και φτάνω, όπως δείχνει η δεύτερη φωτογραφία στις 5:57

Περιμένω τον Βακη και μαθήτρια μας να κατέβουν, τουλάχιστον έξι λεπτά.

Φεύγουμε παραλιακώς πάλι για Μάτι. Τώρα βλέπεις πια το σύννεφο της φωτιάς, αλλά σε κανένα σημείο δεν μύριζε.

Ακόμα και η τελευταία μας διαδρομή γίνεται με ελαφρύ αεράκι, ψυχή στον δρόμο και υπό τον ήχο των τζιτζικιών.

Φτάσαμε 6:15 σπίτι μας το οποίο είναι στους τελευταίους δρόμους προς Αμπελούπολη.

Δεν φύγαμε από το σημείο πριν τις 7:15

Μόνο όσοι είχαν κατέβει στην παραλιακή οδό μπορούσαν να έχουν οπτική εικόνα της φωτιάς καθώς οι φλόγες ήταν τεράστιες.

Όσοι έμεναν στα σπίτια τους δεν είχαν ιδέα ότι η φωτιά είναι δίπλα τους. Δεν υπήρχε καπνός και μυρωδιά.

Ποτέ δεν ακούσαμε πυροσβεστική ή άλλη σειρήνα. Ποτέ.

Αν εκείνο το κρίσιμο εικοσάλεπτο, 5:30 – 5:50, υπήρχε εναέρια επιτήρηση, θα μπορούσε να διακρίνει την ευκαιρία διεξόδου της κοινότητας προς Νέα Μάκρη.

Θα μου πεις, θα είχαν σωθεί όλοι;

Θα σου απαντήσω, ένας! Ένας. Μπορούσε να έχει σωθεί ένας;

in.gr