ΘΕΑΤΡΟ “Αντιγόνη” η εν βαρβάροις: Τελικά ποια Επίδαυρο θέλουμε;

“Αντε και καλή τραγωδία να ’χουμε”, ευχόταν μια θεατής στην παρέα της όσο απολαμβάναμε την απογευματινή δροσιά στα πέριξ της Μεγάλης Επιδαύρου, αναμένοντας να πλησιάσει η ώρα για το σκαρφάλωμά μας στα ψηλά του θεάτρου. Σύντομα θα διαπιστώναμε πως, εκτός από ξεκαρδιστικά ευρηματική, η ευχή θα είχε πάμπολλες εφαρμογές στη θεατρόφιλη και μη πραγματικότητα και θα γινόταν το σλόγκαν της βραδιάς· αν όχι της ζωής. Για το ανέβασμα της “Αντιγόνης” σίγουρα τα σχολιάζει πληρέστερα η κριτικός θεάτρου Τώνια Καράογλου, την εμπειρία θέασης όμως μπορώ να σας τη μεταφέρω γλαφυρότατα.

Καταρχάς, η παράσταση έγραψε ρεκόρ δεκαετίας, καθώς ξεπέρασε τους 18.000 θεατές στο sold out διήμερό της, συμμετοχή που έχουμε να δούμε εδώ και μια δεκαετία στο Αργολικό Θέατρο. Δεν μπορώ να ξέρω ακόμα αν μπαίνουμε σε μια νέα χρυσή εποχή του θεάτρου –πράγμα που σίγουρα εύχομαι–, όμως είναι οπωσδήποτε καλό σημάδι πως έστω και μία παράσταση της φετινής σεζόν πέτυχε τέτοιο ρεκόρ, κόντρα στη (με μεταπτώσεις) χλιαρή επίδοση των προηγούμενων εβδομάδων. Κι αν ο λόγος είναι η τηλεοπτική χάρη που απολαμβάνουν τα τελευταία χρόνια κάποιοι από τους πρωταγωνιστές της “Αντιγόνης”, καθόλου δεν πειράζει· μου φαίνεται (αδι)ανόητο μάλιστα πως εν έτει 2022 υπάρχουν θεατρόφιλοι που επιδεικνύουν τέτοιον ελιτισμό, λες και όποιος απολαμβάνει μια τηλεοπτική σειρά (και μάλιστα ανεξαρτήτως της ποιότητάς της) δεν έχει το δικαίωμα να απολαύσει εξίσου ή, έστω, να δοκιμάσει μια θεατρική εξόρμηση σε έναν τόπο τόσο μεγαλειώδη και ιστορικό που προκαλεί δέος και μόνο με την όψη του.

Η ποιότητα του θεατή δεν κρίνεται από τη θεατρική εκπαίδευσή του, γίνεται όμως εμφανέστατη στην επιτόπου παιδεία του, προσόν το οποίο δυστυχώς δεν κατείχαν όλοι όσοι συνέρρευσαν το Σάββατο στην Επίδαυρο. Ο όγκος του κοινού προκάλεσε μποτιλιάρισμα στους τριγύρω δρόμους, με αποτέλεσμα μια μερίδα του να φτάσει στο θέατρο ακόμα και μετά τις 10 μ.μ.· αφότου η Αντιγόνη δηλαδή είχε παραδοθεί στον Κρέοντα, εμείς συνεχίσαμε να παραδινόμαστε στην οχλαγωγία που δημιουργούσαν τα ποδοβολητά όσων μεταφέρονταν στις ακριανές κερκίδες, αρκετοί εκ των οποίων ήταν εντελώς απρόθυμοι να συμβιβαστούν με την αργοπορία τους, φωνάζοντας στους (υπερ-υπομονετικούς) ταξιθέτες πώς θα “καθίσουν στη θέση που πλήρωσαν”. Κι ας έπρεπε να σηκώσουν το μισό διάζωμα σε μια ζωντανή παράσταση χωρίς μικρόφωνα, σε ένα χώρο με άψογη ακουστική σε όλα του τα σημεία. Ευτυχώς για εμάς οι εργαζόμενοι δεν υποχώρησαν στον παραλογισμό, με αποτέλεσμα όμως η τραγωδία να μεταφερθεί για το πρώτο μέρος του έργου από την ορχήστρα στο κοίλον.

“Μα καλά, όλοι οι απολίτιστοι σήμερα βρήκαν να έρθουν στην Επίδαυρο;”, αναφώνησε έξαλλη η διπλανή μου για τις φωνασκίες, λίγο προτού πιάσει το κινητό της για να μετρήσει τα reactions στο Instagram story της, κίνηση (καθόλου απολίτιστη κατά τη γνώμη της) που θα επαναλάμβανε με συχνότητα δεκαλέπτου για το υπόλοιπο της βραδιάς. Όσο ο Χορός έδινε το ρυθμό για τον εορτασμό της νίκης του Κρέοντα και της επιβολής του νόμου, με μουσικές που έφερναν στο νου ταινία του Κουστουρίτσα, εγώ σκεφτόμουν τον Ράντου Ζούντε, έναν άλλον Βαλκάνιο σκηνοθέτη, και μια φράση που ακούστηκε το 1941 στο Υπουργικό Συμβούλιο της Ρουμανίας και χρησιμοποίησε το 2018 για τίτλο της ταινίας του: “Αδιαφορώ αν Καταγραφούμε στην Ιστορία ως Βάρβαροι”…