Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε μια συναυλία για το 1922 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Έναν αιώνα μετά, η μουσική παράδοση της Μικράς Ασίας αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης. Εξακολουθεί να εμπνέει και να μιλάει στις καρδιές μας.

Σε α’ εκτέλεση από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών θα ακουστούν οι σπάνιες συνθέσεις του Μανώλη Καλομοίρη, Νυχτερινό και η σουίτα Νησιώτικες Ζωγραφιές για σόλο βιολί και ορχήστρα. Σολίστ, ο διεθνώς αναγνωρισμένος βιολονίστας, Σίμος Παπάνας. Το πρόγραμμα ανοίγει με το Βυζαντινό Τρίπτυχο του πολυσχιδούς Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη, ενώ ακολουθεί η Σουίτα για πολίτικη λύρα και ορχήστρα «Μελίτα Γκαμπές» του δραστήριου Δημήτρη Μαραγκόπουλου. Σολίστ, ο κορυφαίος δεξιοτέχνης της πολίτικης λύρας, Σωκράτης Σινόπουλος. Μια ξεχωριστή εμπειρία επιφυλάσσει το τέλος της βραδιάς, αφού συνδιαλέγονται η Ιωνική Σουίτα του Πέτρου Πετρίδη και η Χορευτική Σουίτα του Μπέλα Μπάρτοκ, αποκαλύπτοντας τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η παράδοση πυροδοτεί τη νέα δημιουργία. Στο πόντιουμ, επιστρέφει ο αρχιμουσικός Μίλτος Λογιάδης.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ (γεν. 1949)
Σουίτα για πολίτικη λύρα και ορχήστρα «Μελίτα Γκαμπές» (α’ εκτέλεση με την Κ.Ο.Α.)

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ (1883–1962)
Νυχτερινό για σόλο βιολί και ορχήστρα (α’ εκτέλεση με την Κ.Ο.Α.)
Νησιωτικές Ζωγραφιές για σόλο βιολί και ορχήστρα (α’ εκτέλεση με την Κ.Ο.Α.)

ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ (1892–1977)
Ιωνική Σουίτα

ΜΠΕΛΑ ΜΠΑΡΤΟΚ (1881–1945)
Χορευτική Σουίτα

ΣΟΛΙΣΤ
Σωκράτης Σινόπουλος, λύρα
Σίμος Παπάνας, βιολί

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Μίλτος Λογιάδης

Δωρεάν εισαγωγική ομιλία του Νίκου Λαάρη για τους κατόχους εισιτηρίων

Το σχόλιο του Σίμου Παπάνα

Αυτή τη φορά, ερμηνεύουμε με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών δύο έργα του Μανώλη Καλομοίρη που δεν έχουν ξαναπαιχτεί. Το υπέροχο Νυχτερινό, ένα πολύ ξεχωριστό έργο που έγραψε σε νεαρή ηλικία όταν ζούσε στο Χάρκοβο και τις Νησιωτικές ζωγραφιές που περιγράφουν με τον ομορφότερο τρόπο το φως, την λαμπρότητα και τη γαλήνη του ελληνικού νησιωτικού τοπίου.

Το σχόλιο του μαέστρου

Η Χορευτική Σουίτα του Μπέλα Μπάρτοκ συνδιαλέγεται αβίαστα με τα ελληνικά έργα τις συναυλίας λόγω της εγγενούς μουσικής συγγένειας που υπάρχει ανάμεσα στην παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και του ευρύτερου κέντρο-ευρωπαϊκού χώρου. Η παραδοσιακή και η λόγια μουσική συνδιαλέγονται και επηρεάζουν η μία την άλλη στην εξέλιξη της τέχνης της μουσικής με θαυμαστά αποτελέσματα, που πιστεύω θα αναδειχτούν και στη συναυλία της 11ης Νοεμβρίου.

Για την ιστορία…

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΔΩΝΙΑΤΗΣ (1908 – 1996)
Βυζαντινό Τρίπτυχο για ορχήστρα εγχόρδων, ΚΚ 4α
Πρελούδιο (Lento) – Χορικό (Serèno) – Μικρή Φούγκα (Allegro non troppo)

Ο Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης υπήρξε μία από τις πλέον πολυσχιδείς φυσιογνωμίες της ελληνικής μουσικής ζωής για πάνω από σαράντα χρόνια, μοιράζοντας την άοκνη δράση του ανάμεσα στη σύνθεση, τη διεύθυνση ορχήστρας, το πιάνο και τη διδασκαλία. Το Βυζαντινό Τρίπτυχο γράφτηκε το 1946 και είναι το πρώτο συμφωνικό έργο στον κατάλογο των έργων του Κυδωνιάτη. Η αρχική εκδοχή του έργου ήταν για πλήρη ορχήστρα, ενώ λίγο αργότερα ο ίδιος ο συνθέτης το μετέγραψε για ορχήστρα εγχόρδων. Η πρώτη εκδοχή θεωρείται σήμερα χαμένη σε αντίθεση με τη δεύτερη που έχει γνωρίσει αρκετές εκτελέσεις. Το έργο αποτελείται από τρία σύντομα μέρη που ακούγονται χωρίς διακοπή. Η παραπομπή στον βυζαντινό κόσμο είναι απόλυτα συνεπής με το ύφος της μουσικής, που αποπνέει εν πολλοίς μία απέριττη, αλλοτινή μεγαλοπρέπεια αλλά συγχρόνως και ειλικρινή ανθρώπινη θέρμη. Η ενορχήστρωση είναι διαυγής και καθιστά την περίτεχνη αρμονική ή αντιστικτική πλοκή ιδιαιτέρως ανάγλυφη· σε κάποιες περιπτώσεις ο συνθέτης κάνει χρήση του φρύγιου, του δώριου και του ιωνικού τρόπου, επιλογή πολλή ταιριαστή με την ουσιαστική ελληνικότητα της μουσικής. Αν και πρώιμο έργο, το Βυζαντινό Τρίπτυχο αναδεικνύει την εις βάθος κατάκτηση της μουσικής τέχνης σε όλες της τις πτυχές από τον συνθέτη του αλλά και τον λεπταίσθητο οραματισμό του.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ (γεν. 1949)
«Μελίτα Γκαμπές», σουίτα για λύρα (πολίτικη) και συμφωνική ορχήστρα
Στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα (Επιφάνια)
Μέσα στον άδειο κήπο (Επιφάνια)
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας (Ο Βασιλιάς της Ασίνης)
Κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός (Θερινό Ηλιοστάσι)
Γαλάζια θάλασσα μέσα στην καρδιά του χειμώνα (Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο)

Οι τίτλου των πέντε μερών της σουίτας προέρχονται από ποιήματα του Γ. Σεφέρη (εκδ ΙΚΑΡΟΣ). Οι στίχοι χρησιμοποιούνται με την άδεια της κυρίας Άννας Λόντου.

Ενταγμένο στη σημερινή συναυλία, το έργο είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στα δραματικά γεγονότα του Ελληνισμού του 1922. Η σουίτα αυτή είναι μία από τις σχεδόν ανύπαρκτες ελληνικές πρωτοβουλίες για τη σύνδεση παραδοσιακών οργάνων με τον κόσμο της συμφωνικής ορχήστρας και μουσικής. Αίτια ανεξήγητα για μένα εμπόδισαν τους Έλληνες δημιουργούς, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, να διερευνήσουν και να αναπτύξουν αυτές τις γέφυρες. Ιδεολογικοί, αισθητικοί και τεχνικοί περιορισμοί, όπως οι συγκερασμένες και μη συγκερασμένες κλίμακες της ευρωπαϊκής έντεχνης και της μουσικής της Ανατολής, θα μπορούσαν να δικαιολογούν αυτήν την απουσία. Και όμως η Ελλάδα, γονιδιακά και ιστορικά, αποτέλεσε κομβικό σημείο ισορροπίας ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς, σε καιρούς εύκολους και καιρούς σιδηρούς… Ίσως μέσα από ένα ενστικτώδες «όραμα ήχων» και μια φυσική διάθεση σύνδεσης της ελληνικής παράδοσης με άλλους μουσικούς πολιτισμούς και ιδιαίτερα τη δυτική έντεχνη μουσική, σε πολλά έργα μου στο παρελθόν διερεύνησα και καλλιέργησα αυτόν το διάλογο.

Με τη Μελίτα Γκαμπές –έργο αφιερωμένο στους γονείς μου– προχώρησα λίγο παραπέρα, εντάσσοντας τη λύρα σε ένα τοπίο απολύτως συμφωνικό και σύγχρονο. Μέσα από την έρευνά μου βεβαιώθηκα για τις εκπληκτικές τεχνικές και εκφραστικές δυνατότητες αυτού του μικρού θαυματουργού αρχαϊκού οργάνου. Η λύρα στάθηκε αιφνιδιαστικά ισότιμα δίπλα και απέναντι σε μια μεγάλη συμφωνική ορχήστρα αποκαλύπτοντας τις μεγάλες εγγενείς δυνατότητες της ιδιαίτερα στα χέρια ενός κορυφαίου σολίστα και δημιουργού όπως ο Σωκράτης Σινόπουλος. Σε αυτή τη συνάντηση τα κουρδίσματα, τα ηχοχρώματα, το ύφος, το ήθος και η διάθεση των δύο διαφορετικών κόσμων, της Δύσης και της Ανατολής, αλληλοεπίδρασαν πολλαπλασιαστικά.

«Μελίτα Γκαμπές» είναι ένα μεγάλο τρίγωνο στη Μεσόγειο, σημείο αναφοράς για τα μετεωρολογικά δελτία της ναυσιπλοΐας. «Ταύρος», «Δέλτα», « Κρουσέιντ», «Μελίτα Γκαμπές» και άλλες μυθικές ονομασίες είχαν διεγείρει τη φαντασία μου από μικρό παιδί, ακούγοντας τα δελτία καιρού για τους ναυτικούς. Ο τόπος αυτός της Μεσογείου που συνδέει πολλές χώρες έδωσε τον τίτλο στο έργο μου αποδεικνύοντας ότι ο δυναμικός διάλογος διαφορετικών πολιτισμών και μουσικών ειδών μπορεί να οδηγήσει σε δρόμους γόνιμους, απρόβλεπτους και θαυματουργούς.

Δημήτρης Μαραγκόπουλος
Συνθέτης – Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου,
Επικεφαλής του κύκλου ΓΕΦΥΡΕΣ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ (1883 – 1962)
Νυχτερινό για σόλο βιολί και ορχήστρα

Το Νυχτερινό για σόλο βιολί και ορχήστρα του Μανώλη Καλομοίρη αποτελεί μεταγραφή του νεανικού πιανιστικού του έργου Νυχτιάτικο, που είχε συνθέσει το 1906 στο τελευταίο έτος των μουσικών του σπουδών στη Βιέννη και ολοκλήρωσε στο Χάρκοβο, τόπο εργασίας με το πέρας των σπουδών του. Εκεί εγκαταστάθηκε με την πρώην συμφοιτήτρια και νυν σύζυγό του Χαρίκλεια Παπαμόσχου, στην οποία και το έχει αφιερώσει. Το έργο πήρε την τελική του μορφή το 1908. Πρόκειται για ένα ατμοσφαιρικό μονομερές κομμάτι με επιρροές από τα αντίστοιχα κομμάτια του Σοπέν, που έκανε γνωστό και το είδος. Ακολουθεί τριμερή μορφή, με το μεσαίο ενεργητικό μέρος στην ομώνυμη μείζονα να έρχεται σε αντίθεση με τον λυρικό ονειροπόλο χαρακτήρα των εξωτερικών μερών. Σε αντίθεση με το υπόλοιπο συνθετικό του έργο, το ελληνικό στοιχείο εδώ είναι πολύ διακριτικό.
Το Νυχτερινό για σόλο βιολί και ορχήστρα κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του Υπουργείου Στρατιωτικών το 1932, εποχή που ο Καλομοίρης διατελούσε Γενικός Επιθεωρητή Στρατιωτικών Μουσικών (1918-1920, 1922-1937). Από το Νυχτερινό σώζεται μια αρκετά δυσανάγνωστη αχρονολόγητη παρτιτούρα, που φέρει το ψευδώνυμο «Λυράρης». Το «μαλλιαρό» Νυχτιάτικο για πιάνο πιθανόν να άλλαξε προς το πιο εξευγενισμένο Νυχτερινό λόγω της συμμετοχής στον διαγωνισμό.
Η γραφή του έργου δεν ακολουθεί τη συνήθη προτίμηση του Καλομοίρη για μεγάλη ρομαντική ορχήστρα, παρά απαιτεί μικρό αριθμό οργάνων, χρησιμοποιώντας από έναν εκτελεστή στα ξύλινα και τα χάλκινα πνευστά, εκτός από ένα ζεύγος κόρνων, παραλείποντας το φαγκότο και την τούμπα. Ιδιαίτερο χρώμα δίνει η χρήση άρπας ή πιάνου. Η μεταφορά του κομματιού ένα ημιτόνιο ψηλότερα (από τη φα δίεση στη σολ ελάσσονα), απλουστεύει την εκτέλεση από τους μουσικούς, χαρίζοντάς της ταυτόχρονα ένα πιο εύηχο αποτέλεσμα. Το σόλο βιολί έχει πάρει τις κύριες μελωδικές γραμμές του δεξιού χεριού της πιανιστικής γραφής. Η αποκατάσταση του έργου έγινε από τον Γιάννη Τσελίκα. Συμπληρώθηκαν πολλά σημεία άρθρωσης και δυναμικής και αναδημιουργήθηκε η γραμμή της άρπας.

Μυρτώ Οικονομίδου, Μουσικολόγος

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ (1883 – 1962)
Νησιώτικες Ζωγραφιές, σουίτα για σόλο βιολί και ορχήστρα
Της αυγής (Andantino semplice e calmo – Vivo – Tempo I)
Νανούρισμα (Andantino)
Σούστα (Vivo)

Η σουίτα επάνω σε Δωδεκανησιακά μοτίβα για βιολί σόλο και ορχήστρα Νησιώτικες Ζωγραφιές εκτελέστηκε για πρώτη φορά στις 8 Απριλίου του 1928 από τη συμφωνική ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών, με διευθυντή τον Ιβάν Μπούτνικωφ και σολίστ στο βιολί τον Φρειδερίκο Βολωνίνη. Το πρόγραμμα της συναυλίας αυτής περιλάμβανε μεταξύ άλλων το Ιντερμέτζο του Διονύσιου Λαυράγκα με τίτλο Ρομανέσκα – επίσης σε πρώτη εκτέλεση – και τη Συμφωνία Αντάρ του Ρίμσκυ-Κόρσακοφ. Στην πρώτη αυτή εκτέλεση οι Νησιώτικες Ζωγραφιές περιλάμβαναν ένα επιπλέον μέρος μεταξύ του Νυχτερινού και της Σούστας με τίτλο Ιντερμέτζο του Τραγουδιστή, το οποίο ο συνθέτης το είχε ήδη παρουσιάσει στο Παρίσι το 1924· αργότερα το αφαίρεσε και το συμπεριέλαβε ως δεύτερο μέρος στους «Τρεις Ελληνικούς Χορούς» με τίτλο Ειδυλλιακός Χορός. Τον Σεπτέμβρη του 1939, πιθανότατα με αφορμή την επερχόμενη παρουσίαση του έργου στο Βερολίνο στις 6 Φεβρουαρίου 1940, ο Καλομοίρης αναθεώρησε τα πρώτα δύο μέρη και έδωσε στη σουίτα την τελική τριμερή της μορφή.

Το μουσικό υλικό του δεύτερου και του τρίτου μέρους προέρχεται από τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Ε. Παπαδόπουλου και Ν. Μαυρή με τίτλο «Κασιακή λύρα» (πρώτος τόμος από την ευρύτερη σειρά με τίτλο «Δωδεκανησιακή λύρα») που εκδόθηκε το 1928 στο Πορτ-Σάιντ. Ειδικότερα η Σούστα εμφανίζεται στη συλλογή και με την πιανιστική εναρμόνιση του Καλομοίρη. Όπως αναφέρεται στην έκδοση, ο Καλομοίρης στήριξε την προσπάθεια των δύο συλλεκτών μέσω διαλέξεων και συναυλιών που έδωσε τον Μάιο του 1927 στην Αλεξάνδρεια, στο Σουέζ και την Ισμαηλία. Αναφορικά με το πρώτο μέρος, αν και ο τίτλος του Της Αυγής συναντάται στην «Κασιακή λύρα», ωστόσο ο συνθέτης δεν αντλεί το μελωδικό υλικό από τη συλλογή, παρά δημιουργεί νέα, πρωτότυπη μουσική.
Η επιμέλεια του νέου μουσικού υλικού από το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής προήλθε από τις χειρόγραφες παρτιτούρες του συνθέτη (1939), τα μέρη των επιμέρους οργάνων που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση στο Βερολίνο (1940) καθώς και από την έκδοση της αναγωγής για βιολί και πιάνο του 1937.

Γιάννης Τσελίκας, μουσικολόγος, Κέντρο Ελληνικής Μουσικής

ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ (1892 – 1977)
Ιωνική Σουίτα
Πρελούδιο (Allegro)
Σερενάτα (Moderato)
Νυχτερινό (Allegretto con moto)
Μενουέτο (Allegro)
Χορικό (Andante)
Φούγκα (Allegro)

Ο Πέτρος Πετρίδης, αν και σχεδόν αυτοδίδακτος στη σύνθεση, αναγνωρίζεται ως ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της Εθνικής Μουσικής Σχολής, διακρινόμενος για τη συστηματική και ευφάνταστη αξιοποίηση στη μουσική του των αρχαίων τρόπων και τη λεπταίσθητη «τελειοθηρία» του, ιδίως σε θέματα αρμονικής πλοκής και ενορχήστρωσης. Η σύνθεση της Ιωνικής Σουίτας τοποθετείται στα 1934. Στο εναρκτήριο Πρελούδιο, το κύριο θέμα εισάγεται από το όμποε υπό την κυματοειδή συνοδεία της άρπας και των εγχόρδων (με πιτσικάτο). Στην κορύφωση του Πρελουδίου, η ίδια μελωδία παρουσιάζεται από το σύνολο των ξύλινων πνευστών και την πληθωρική συνοδεία όλων των εγχόρδων. Η ακόλουθη Σερενάτα χαρακτηρίζεται από έντονη χρωματική κίνηση πάνω σε ένα σταθερό ρυθμικό μοτίβο. Το Νυχτερινό ανοίγει με συνεχόμενα δέκατα έκτα σε βιολιά και βιόλες, τα οποία δημιουργούν μία αίσθηση διαρκούς ρευστότητας και πλαισιώνουν μία αισθαντική μελωδία του κλαρινέτου. Στην πορεία, οι ρόλοι αντιστρέφονται και τα ξύλινα πνευστά αναλαμβάνουν να συνοδεύσουν το ίδιο θέμα σε βιόλες και βιολοντσέλα. Το Μενουέτο είναι ένα ανάλαφρο, κομψό και διαυγέστατα ενορχηστρωμένο προοίμιο για το υποβλητικό Χορικό που ακολουθεί. Υπό το ισοκράτημα των βιολοντσέλων και των κοντραμπάσων τα ξύλινα πνευστά ξετυλίγουν το τετράφωνο θέμα, που είναι παράγωγο του θέματος του Πρελούδιου. Μία καταιγιστική φούγκα, με ταχύτατα τρίηχα (που θυμίζουν τις νευρώδεις gigue του μπαρόκ) ξετυλίγεται με πολυφωνική μαεστρία, οδηγώντας με φρενήρη τρόπο σε μία θριαμβευτική κατάληξη.

BÉLA BARTÓK (1881 – 1945)
Χορευτική Σουίτα
Moderato
Allegro molto
Allegro vivace
Molto tranquillo
Comodo
Finale. Allegro

H Χορευτική Σουίτα γράφτηκε το 1923 κατόπιν παραγγελίας από τις αρχές της πόλης της Βουδαπέστης εν όψει των εορτασμών για τα 50 χρόνια από την ίδρυση της ενιαίας πόλης (1873), που προέκυψε από τη συνένωση των επιμέρους τμημάτων της Βούδας, της Όμπουντας και της Πέστης. Το γεγονός της παραγγελίας αυτής από τις συντηρητικές δημοτικές αρχές εξέπληξε το συνθέτη, του οποίου οι αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις ήταν ήδη γνωστές. Παρόλα αυτά η Σουίτα παρουσιάστηκε στις 19 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς υπό τη διεύθυνση του Ernst von Dohnányi στην ίδια συναυλία, στην οποία ακούστηκε για πρώτη φορά και το έξοχο Psalmus Hungaricus του Kodály.

Το έργο αποτελεί αποκύημα της βαθιάς μελέτης και γνώσης από το συνθέτη της παραδοσιακής μουσικής όχι μόνο της γενέτειράς του, Ουγγαρίας, αλλά και εν γένει της Ανατολικής Ευρώπης (Ρουμανία, Βουλγαρία κλπ) και Μικράς Ασίας. Ειδικά όσον αφορά στην παραδοσιακή ουγγρική μουσική, ο Bartók κατέδειξε με τις επιτόπιες, εμπεριστατωμένες έρευνές του το εύρος και τον πλούτο της μουσικής αυτής αναιρώντας την κοινή μέχρι τότε πεποίθηση, πως αυτή περιοριζόταν στη μουσική των ντόπιων τσιγγάνων. Η Χορευτική Σουίτα αποτελείται από έξη μέρη συνδεόμενα με ένα λυρικό ritornello, που αποτελεί πιστή μίμηση μίας λαϊκότροπης ουγγρικής μελωδίας. Γενικά στο έργο ο συνθέτης κατά δήλωσή του δε χρησιμοποίησε αυτούσιες παραδοσιακές μελωδίες αλλά απλά εμπνεύστηκε από αυτές.

Στο πρώτο μέρος διακρίνονται επιρροές από την αραβική μουσική. Το αρχικό χαρακτηριστικό μοτίβο στο φαγκότο περνάει αργότερα στο αγγλικό κόρνο, στο κλαρινέτο, στο όμποε, ακόμα και στην τούμπα, ενώ προς το τέλος εμφανίζεται το ritornello σε αιολικό τρόπο ως σύνδεσμος με το δεύτερο μέρος. Αυτό, πιο δυναμικό και άγριο, με ουγγρικό χρώμα, φέρνει στο προσκήνιο τα χάλκινα πνευστά και επικεντρώνεται σε διαστήματα τρίτης μικρής. Στο επόμενο γρήγορο μέρος, “ουγγρικές, ρουμανικές, ακόμα και βουλγάρικες επιδράσεις εναλλάσσονται” σύμφωνα με το συνθέτη. Το μέρος γραμμένο σε φόρμα ροντό έχει το χαρακτήρα ενός σκέρτσου, ενώ στη μουσική έντονα κυριαρχούν διαστήματα καθαρής τέταρτης. Το τέταρτο μέρος, σαφώς ανατολίτικου ύφους, είναι αργό και ατμοσφαιρικό δημιουργώντας την αίσθηση μίας μυστηριώδους ακινησίας. Σε αυτό πλούσιες συνηχήσεις στα έγχορδα αντιπαρατίθενται σε μελισματικά σχήματα των ξύλινων πνευστών. Στη συνέχεια, μία σύντομη επανεμφάνιση του ritornello εισάγει το πέμπτο μέρος, που θυμίζει αγροτικό χορό. Το σύντομο αυτό τμήμα οδηγείται γρήγορα σε μία ηχητική κορύφωση, λειτουργώντας έτσι ως πρελούδιο για το τελευταίο, γρήγορο μέρος, στο οποίο περνούν υπομνήσεις του θεματικού υλικού των προηγουμένων μερών και σε πληθώρα συνδυασμών στο πλαίσιο μίας αναπτυξιακής πορείας, που καταλαγιάζει πρόσκαιρα με μία τελευταία παράθεση του ritornello, λίγο πριν τη ζωηρή coda.

culturenow.gr