Την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τις αρχές του 20ου, εμφανίστηκε ένα νέο επάγγελμα…
Το πρώτο ξυπνητήρι κατασκεύαστηκε το 1847 από τον Γάλλο Αντουάν Ρεντιέρ, αλλά χρειάστηκαν να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να διαδοθεί παγκοσμίως.
Μέχρι τότε, υπήρχαν άνθρωποι όπως η Μαίρη Σμιθ που χτυπούσαν τα παράθυρα των εργατών για να τους ξυπνήσουν.
Χρησιμοποιούσαν μακριά ξύλα, για να χτυπήσουν τα παράθυρα
Στα αγγλικά τους αποκαλούσαν “knocker uppers” και συγκεντρώνονταν κυρίως σε βιομηχανικά κέντρα, όπως ήταν η πόλη Μάντσεστερ.
Συνήθως χρησιμοποιούσαν μακριά ξύλα για να φτάνουν μέχρι τα ψηλότερα παράθυρα και τα χτυπούσαν.
Tα προσχέδια των πρώτων ξυπνητηριών χρονολογούνται από τα αρχαία χρόνια, η διάδοσή τους ωστόσο όπως είναι φυσικό, ήταν περιορισμένη πριν τη βιομηχανική επανάσταση. Χαρακτηριστικό είναι πως στην Ιρλανδία και τη Βρετανία τα παλαιότερα χρόνια υπήρχαν άνθρωποι που πληρώνονταν αποκλειστικά για να ξυπνούν το πρωί τους υπόλοιπους εργαζόμενους της πόλης.
Ο λεγόμενος “knocker up” κέρδιζε λίγες πένες την εβδομάδα, ενώ κάθε μέρα χτυπούσε τις πόρτες των εργαζομένων με ένα μικρό ραβδί ή έφτανε τα ψηλά παράθυρά τους με ένα κοντάρι. Ο επαγγελματίας μάλιστα δεν έφευγε από το σπίτι αν δεν επιβεβαιωνόταν πως ο πελάτης του είχε σηκωθεί για τα καλά.
Το επάγγελμα πέθανε μετά τη δεκαετία του 1920 αφού τα ξυπνητήρια έγιναν φθηνότερα και πιο αξιόπιστα. Κάποιοι knockers up ωστόσο επιβίωσαν για κάποια ακόμα χρόνια. Ο Doris Weigand είναι ένας τέτοιος. Τον είχε προσλάβει μια σιδηροδρομική εταιρεία ώστε κάθε μέρα να ξυπνά τους υπαλλήλους της. Έπειτα από μερικές δεκαετίες σταμάτησε να εργάζεται στο πόστο του.
Μία άλλη κυρία στο Ντόρσετ, η Κάρολιν Τζέιν Κάζινς, στην άκρη του ξύλου που έφτανε στο παράθυρο, τοποθετούσε και ένα φανάρι, έτσι ώστε οι πελάτες της να ξυπνάνε πιο γλυκά με το φως