Η ντετέκτιβ της αστυνομίας Ρόζυ ΜακΣίμσονς κατέβηκε από το ταξί και ίσιωσε το σκούρο καφέ φόρεμά της με τη μεγάλη τουρκουάζ αγκράφα. Στάθηκε και κοίταξε για λίγο το σπίτι στο οποίο είχε γίνει το φονικό. Οι τοίχοι του ήταν κατάλευκοι και φρεσκοβαμμένοι σε αντίθεση με τον φράχτη που είχε ένα απαίσιο φούξια χρώμα. Στο μπαλκόνι του διπλανού σπιτιού, σχεδόν κρεμόταν ένας ψηλόλιγνος άντρας με άλουστα μαλλιά που κράταγε ένα κουτάκι μπύρα και παρακολουθούσε τα πάντα με μεγάλο ενδιαφέρον και ιδιαίτερα την ίδια. Τον αγνόησε και με σταθερό βήμα προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού.
Ο ιατροδικαστής μόλις είχε τελειώσει με την προκαταρκτική εξέταση. Το πτώμα του εξηντάχρονου στρατιωτικού εν αποστρατεία, Ρόμπερτ Άιρονς, βρισκόταν μέσα σε ένα μαύρο σάκο, ειδικό για τη μεταφορά νεκρών. Κάποιος τον είχε καρφώσει με τα διακοσμητικά κέρατα μιας βαλσαμωμένης κεφαλής βουβαλιού που κρέμονταν στον τοίχο του σαλονιού του, την ενημέρωσε ο ιατροδικαστής. Το πτώμα είχε βρει ο Έρικ, ο νοσοκόμος που φρόντιζε την παραπληγική γυναίκα του στρατιωτικού. Η Ρόζυ τον είδε να στέκεται φανερά σοκαρισμένος στην άκρη του σαλονιού και τον πλησίασε. Του ζήτησε να μιλήσει με τη χήρα του στρατιωτικού, όμως ο νοσηλευτής την απέτρεψε. Αφότου έμαθε για τη δολοφονία του συζύγου της, έπαθε κρίση πανικού και της είχε δώσει ηρεμιστικά.
«Θέλω να περάσεις από το τμήμα σε περίπου τρεις ώρες για να δώσεις κατάθεση» του είπε η Ρόζυ και τίναξε προς τα πίσω τα ξανθά, σγουρά μαλλιά της.
Η ντετέκτιβ, στη συνέχεια, επισκέφτηκε σχεδόν όλους τους χώρους του σπιτιού εκτός από την κρεβατοκάμαρα της χήρας. Τελευταίο άφησε το δωμάτιο του εκλιπόντος που ήταν τακτοποιημένο και τα έπιπλα λιγοστά˙ μονάχα ένα στρωμένο κρεβάτι, ένα κομοδίνο με ένα πράσινο λαμπατέρ πάνω του και ένα παλιό ραδιόφωνο της δεκαετίας του ’60. Η σήμανση της είχε υποδείξει πως στην ντουλάπα, πίσω από τα ρούχα του θανόντος υπήρχε ένα χρηματοκιβώτιο το οποίο δεν είχαν καταφέρει να ανοίξουν ακόμα. Αφού εξέτασε σχολαστικά τον χώρο, αποφάσισε να επιστρέψει στο τμήμα. Καθώς έβγαινε από το σπίτι, άκουσε κάποιον να γελάει. Γύρισε και είδε τον ίδιο ψηλόλιγνο άλουστο νεαρό που είχε δει νωρίτερα.
«Γείτονας;» ρώτησε η ντετέκτιβ.
«Βεβαίως! Είμαι ο Κλάιβ Κάρτερ Τζούνιορ, αλλά εσύ κούκλα, μπορείς να με φωνάζεις με όποιο όνομα γουστάρεις» τσαλάκωσε το αλουμινένιο κουτάκι μπύρας που έπινε, το πέταξε κάτω και επέστρεψε στο σπίτι του.
Ανάμεσα στο πλήθος που είχε μαζευτεί, μια ηλικιωμένη κυρία, με έντονο ρουζ και χρυσά κοσμήματα στον λαιμό και τα δάχτυλα, έκανε έναν μορφασμό αηδίας όταν είδε τον Κλάιβ. Πλησίασε την ντετέκτιβ και εντελώς συνωμοτικά της ψιθύρισε πως ο Κλάιβ είναι ο δολοφόνος, γιατί μισούσε τον Ρόμπερτ που ήταν καλός άνθρωπος και σωστός Χριστιανός. Την ίδια άποψη είχαν και άλλοι γείτονες. Ήταν ένα ρεμάλι της κοινωνίας, που μεθούσε, έπαιρνε ναρκωτικά και άκουγε σατανική μουσική δυνατά. Είχε τσακωθεί πάρα πολλές φορές με τον Ρόμπερτ και ο δεύτερος καλούσε συχνά την αστυνομία για διατάραξη της ησυχίας. Δεν ήταν, μάλιστα, λίγες οι φορές που αυτοί οι δύο ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια. Μετά από αυτές τις ομολογίες, η ντετέκτιβ ζήτησε να συνοδεύσει κάποιος αστυνομικός τον Κλάιβ στο τμήμα, για να τον ανακρίνουν και τους ακολούθησε και η ίδια με ένα άλλο περιπολικό.
Η Ρόζυ, στο γραφείο της, διάβαζε προσεκτικά τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει οι συνάδελφοί της για τον νοσηλευτή της Μύριαμ Άιρονς. Είχε αρκετές απορίες για τη ζωή του και όταν εκείνος έφτασε στο τμήμα, του ένευσε να καθίσει και μπήκε κατευθείαν στο θέμα της.
«Έρικ Ορτίζ, 36 χρονών, εργένης, Κουβανός. Προϋπηρεσία βλέπω… έχεις δουλέψει δέκα χρόνια στην ιδιωτική κλινική της Αγίας Θαλπωρής, αλλά για κάποιον λόγο που δεν αναγράφεται σε απέλυσαν. Μετά, υπάρχει ένα κενό δύο χρόνων και τους τελευταίους μήνες δουλεύεις για την Μίριαμ και τον μακαρίτη Ρόμπερτ. Τι έκανες δυο χρόνια χωρίς δουλειά;»
«Είναι… είναι αλήθεια» τρόμαξε με την πληροφόρηση που είχε στα χέρια της η Ρόζυ…
Η συνέχεια στο επόμενο τεύχος SoWhat?