Νίκο Καμτσή τι κάνει άραγε μια “Μύτη” στο θέατρο Τόπος Αλλού;

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Τόπος Αλλού μιλά στο athinorama για τη νέα του παράσταση “Gogol: Η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης” που σκηνοθετεί τη σεζόν 2024-25, η οποία επικεντρώνεται στον ιδιαίτερα αγαπητό στο ελληνικό κοινό Ρώσο συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ, την ανελέητη σάτιρα και τη βιτριολική γραφή του.

Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που αγαπάει το ελληνικό κοινό στο ρωσικό θέατρο και στη γραφή του Γκόγκολ;
Αυτό που αγαπά το ελληνικό κοινό στο ρωσικό θέατρο είναι η συναισθηματική ένταση, η ευθύτητα και η αίσθηση ότι κάθε χαρακτήρας και κατάσταση μας αφορά προσωπικά. Ο Γκόγκολ, με τη μυσταγωγία και το χιούμορ του, μιλά για την ανθρώπινη φύση με τρόπο που γεφυρώνει το τραγικό με το κωμικό. Στην Ελλάδα, όπου η ζωή μας ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και το γέλιο, αυτό το πάντρεμα μας γοητεύει. Όταν ανεβάζουμε Γκόγκολ, ανακαλύπτουμε ξανά τους εαυτούς μας μέσα από τους άλλους. Είναι μια εμπειρία καθαρτική, σχεδόν αρχαία, που παραπέμπει στον Αριστοφάνη και το πώς διασύρει τους απατεώνες. Το ίδιο κάνει και ο Γκόγκολ που θυμίζει ότι, παρά τις πολιτισμικές αποστάσεις, τα συναισθήματα και οι αδυναμίες μας είναι πανανθρώπινα. Αυτό βέβαια δεν το αφήσαμε στην δική μας παράσταση να μας ξεφύγει. Έτσι οι μικροαπατεωνιές και η ευτράπελη “λαμογιά” του έπαρχου, ταιριάζουν απόλυτα με τον απατεώνα Χλεστακόφ που δεν είναι ένας συνήθης απατεώνας, αλλά μία μύτη. Συγκεκριμένα είναι η μύτη του άμοιρου Αρτέμη Φιλίποβιτς που έχει δραπετεύσει από το πρόσωπο του μετά από ένα επεισοδιακό ξύρισμα. Και πείτε μου εσείς τώρα πώς θα βγει στον κόσμο αυτός ο κακομοίρης που είναι ερωτευμένος με την κόρη του Έπαρχου, ενώ τα προξενιά πάνε και έρχονται.

Τι σας ενέπνευσε να δημιουργήσετε μια σύνθεση βασισμένη στα έργα του Νικολάι Γκόγκολ;
Η “Αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης” είναι ένα έργο πάνω στο συνολικό έργο του Γκόγκολ συνδυάζοντας χαρακτηριστικά του “Επιθεωρητή”, των “Παντρολογημάτων”, του μεγάλου του μυθιστορήματος “Νεκρές ψυχές” και του διηγήματος “Η μύτη”. Η έμπνευση για τη σύνθεση μιας παράστασης βασισμένης στα έργα του Γκόγκολ ήρθε από την ίδια τη μοναδική του ικανότητα να ισορροπεί ανάμεσα στο γελοίο και το τραγικό. Ο κόσμος του Γκόγκολ, οι χαρακτήρες του, η πλοκή των έργων του, ο τρόπος που δομεί τις κωμικές συγκρούσεις του σχηματίζουν ένα σύμπαν με μια καταπληκτική ενότητα και ομοιογένεια. Επιπλέον ο Γκόγκολ έχει έναν μοναδικό τρόπο να μας αναγκάζει να γελάσουμε με τις δικές μας αδυναμίες και ταυτόχρονα να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα. Αυτό το “διπλό βλέμμα” είναι κάτι που με γοήτευσε ως δημιουργό, γιατί αντικατοπτρίζει και τη δική μου αντίληψη για τη σκηνή: το θέατρο οφείλει να ψυχαγωγεί, αλλά και να προβληματίζει.

 

Gogol: Η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης

Γιώργος Κρίκος©

 

Γιατί επιλέξατε τα έργα “Ο επιθεωρητής”, “Η μύτη” και “Τα παντρολογήματα” για να δημιουργήσετε τον πυρήνα της παράστασης;
Η επιλογή των έργων “Ο επιθεωρητής”, “Η μύτη” και “Τα παντρολογήματα” έγινε με γνώμονα την πολυφωνία και την πολυπλοκότητα των θεμάτων τους. Στον “Επιθεωρητή” βλέπουμε μια αιχμηρή σάτιρα της εξουσίας και της διαφθοράς, που, δυστυχώς, παραμένουν πάντα επίκαιρες. Στη “Μύτη”, η φαντασία και ο σουρεαλισμός εκφράζουν τις αγωνίες της ταυτότητας και της κοινωνικής θέσης. Και στα “Παντρολογήματα”, ο Γκόγκολ μάς προσφέρει έναν καυστικό σχολιασμό πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και τον φόβο της δέσμευσης. Αυτά τα έργα μαζί σχηματίζουν έναν πυρήνα που φωτίζει, με χιούμορ και ειρωνεία, τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης. Μέσα από την παράσταση, ήθελα να προσφέρω στο κοινό μια εμπειρία γεμάτη ανατροπές, όπου η καθημερινότητα συναντά το παράδοξο και η κωμωδία γίνεται καθρέφτης της ζωής μας.

 

Gogol: Η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης

Γιώργος Κρίκος©

 

Πείτε μας λίγα λόγια για τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης με την υπογραφή της Μίκας Πανάγου και βέβαια για το τι συμβολίζει η περιβόητη μύτη.
Παρόλο ότι την ερώτηση θα την απαντούσε με μεγαλύτερη εγκυρότητα η Μίκα Πανάγου, θα κάνω μια απόπειρα να σας την απαντήσω από την δική μου οπτική γωνία, του σκηνοθέτη και του ανθρώπου που έκανε μια ευρύτατη έρευνα και τελικά τη σύνθεση του τελικού κειμένου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια που δημιούργησε η Μίκα Πανάγου αποτελούν έναν θεατρικό καμβά γεμάτο φαντασία, χρώμα και συμβολισμό, ακριβώς όπως το ήθελα εγώ αλλά ίσως και ο Γκόγκολ αν ζούσε και δούλευε μαζί μας. Χρησιμοποίησε σύγχρονα υλικά και τα πολυκαρβονικά πάνελ που επικρατούν πάνω στη σκηνή δημιουργούν έναν κόσμο που φαίνεται να αιωρείται ανάμεσα στο πραγματικό και το σουρεαλιστικό, με γραφειοκρατικά γραφεία και κοινωνικά σαλόνια και κουρεία “επικίνδυνα” που γίνονται πεδία κωμικής και μερικές φορές μιας μυστηριακής και εφιαλτικής καθημερινότητας. Η Μίκα κατάφερε να ενσωματώσει στο εικαστικό ύφος στοιχεία από τη ρωσική κουλτούρα του 19ου αιώνα, ενώ παράλληλα πρόσθεσε σύγχρονες πινελιές, δημιουργώντας ένα οικουμενικό σκηνικό σύμπαν.
Όσο για τα κοστούμια, κάθε χαρακτήρας φοράει “τη μάσκα” του ρόλου του – όχι μόνο κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά. Τα κοστούμια υπογραμμίζουν τις κοινωνικές θέσεις και τις εσωτερικές αντιφάσεις των χαρακτήρων, ενώ συχνά παίζουν και με την υπερβολή, τονίζοντας το κωμικό στοιχείο που διέπει το έργο.
Η περιβόητη μύτη που κυκλοφορεί και αλωνίζει τη σκηνή, ερωτοτροπεί αδιάκριτα με ό,τι θηλυκό κινείται, είναι ένα σύμβολο με πολλαπλές αναγνώσεις. Από τη μία πλευρά, αντιπροσωπεύει την κοινωνική ταυτότητα και την ανθρώπινη ματαιοδοξία – κάτι που χάνουμε ή πασχίζουμε να διατηρήσουμε. Από την άλλη, λειτουργεί ως το απόλυτο παράλογο, μια καρικατούρα του πόσο γελοίοι γινόμαστε όταν κυνηγάμε την κοινωνική αποδοχή. Στην παράσταση, η μύτη “ζει” αυτόνομα, διαφθείρει και διαφθείρεται, θυμίζοντάς μας ότι τα φαινομενικά ασήμαντα μπορούν να αποκτήσουν τεράστια δύναμη αν τους το επιτρέψουμε.

 

Gogol: Η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης

Γιώργος Κρίκος©

 

Τα έργα του Γκόγκολ προσφέρονται για πολλούς και διαφορετικούς τρόπους σκηνικής ανάγνωσης. Πιστεύετε ότι αυτός είναι και ένας λόγος που τον προτιμούν οι Έλληνες δημιουργοί;
Αναμφίβολα, το έργο του Γκόγκολ είναι από μόνο του ένα σκηνικό “καλειδοσκόπιο” που δίνει στους δημιουργούς απεριόριστες δυνατότητες πειραματισμού. Η δική μας παράσταση είναι ακόμη περισσότερο ένα καλειδοσκόπιο και ένας μεγεθυντικός φακός. Από εκεί βέβαια βγαίνει και το γέλιο. Οι ιστορίες του Γκόγκολ κι η πλοκή των έργων, γεμάτες συμβολισμούς, φαντασία και μια βαθιά κριτική ματιά στην κοινωνία, λειτουργούν σαν ζωντανός καμβάς όπου κάθε σκηνοθέτης μπορεί να αποτυπώσει τη δική του οπτική. Από τον ρεαλισμό έως τη φάρσα και από τον υπαρξισμό έως τον σουρεαλισμό, η γραφή του προσφέρεται για ποικίλες προσεγγίσεις που μπορούν να συνομιλήσουν με διαφορετικές εποχές, κοινά και φόρμες. Εμείς για παράδειγμα έχουμε χρησιμοποιήσει πάρα πολύ τις νέες τεχνολογίες και την τεχνητή νοημοσύνη. Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που ο Γκόγκολ είναι αγαπημένος των Ελλήνων δημιουργών. Η θεματολογία του, αν και ριζωμένη στη ρωσική πραγματικότητα του 19ου αιώνα, μιλά για διαχρονικά ζητήματα που απασχολούν και τη δική μας κοινωνία: η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η ανθρώπινη ματαιοδοξία. Αυτές οι έννοιες, μέσα από τη δική του καυστική γραφή, αποκτούν παγκόσμια διάσταση και αφήνουν χώρο για καλλιτεχνική ελευθερία.
Επιπλέον, οι Έλληνες αγαπούμε τη θεατρική γλώσσα του Γκόγκολ γιατί διαθέτει μεγάλους ρόλους που κάθε ηθοποιός θέλει να τους παίξει και συνδυάζει το τραγικό με το κωμικό. Αυτή η διττή φύση ταιριάζει απόλυτα με τη δική μας παράδοση, όπου το γέλιο και το δάκρυ συναντιούνται σε κάθε έκφανση της ζωής. Στη σκηνή, λοιπόν, ο Γκόγκολ μετατρέπεται σε μια “γέφυρα” που ενώνει το κλασικό με το σύγχρονο, το τοπικό με το παγκόσμιο.

 

Ορλάντο

Γιώργος Κρίκος©

 

Υπάρχει κάποιο λιγότερο γνωστό έργο του Γκόγκολ που αξίζει να ανακαλύψουμε;
Θα έλεγα αναμφίβολα το μεγάλο του μυθιστόρημα, τις “Νεκρές ψυχές”. Είναι αναμφισβήτητα ένα από τα αριστουργήματα του Νικολάι Γκόγκολ, αν και λιγότερο προσιτό σε θεατρική μορφή λόγω της δομής και του βάθους του. Παρόλα αυτά, είναι ένα έργο που αξίζει να ανακαλύψουμε, καθώς αποτελεί ένα σατιρικό έπος της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα. Μέσα από την ιστορία του Τσίτσικοφ, ενός άντρα που ταξιδεύει στην επαρχία αγοράζοντας τίτλους νεκρών μουζίκων από τους γαιοκτήμονες της απέραντης Ρωσικής επαρχίας –για να αυξήσει τεχνητά την περιουσία του– ο Γκόγκολ μας παραδίδει ένα πανόραμα χαρακτήρων και καταστάσεων γεμάτων ειρωνεία, φαντασία και τραγικότητα. Το έργο, αν και γραμμένο ως πεζογράφημα, προσφέρει τεράστιες δυνατότητες για σκηνική απόδοση. Οι “Νεκρές ψυχές” ξεπερνούν το τοπικό και αγγίζουν το παγκόσμιο, μιλώντας για την ανθρώπινη ματαιοδοξία, τη διαφθορά, την απληστία και την επιθυμία για κοινωνική άνοδο. Πέρα από τη σάτιρα, το έργο περιέχει και μια βαθιά φιλοσοφική διάσταση, καθώς θίγει το ερώτημα της ηθικής, της εσωτερικής κενότητας και του τι σημαίνει πραγματικά να “ζεις” ή να είσαι μια “νεκρή ψυχή”. Αν μεταφερθεί στη σκηνή, θα μπορούσε να αποτελέσει μια εξαιρετική αφορμή για μια πολυεπίπεδη παράσταση που ισορροπεί ανάμεσα στο γέλιο και την υπαρξιακή αναζήτηση.

Αν είχατε την ευκαιρία να απευθυνθείτε στον ίδιο τον Γκόγκολ, τι θα θέλατε να του πείτε ή να τον ρωτήσετε;
Αν είχα την ευκαιρία να απευθυνθώ στον Νικολάι Γκόγκολ, θα ήθελα πρώτα να τον ευχαριστήσω. Για την αδυσώπητη ματιά του στην ανθρώπινη φύση, για το θάρρος του να γελά με το παράλογο της κοινωνίας και, ταυτόχρονα, να δείχνει κατανόηση στις αδυναμίες μας. Η γραφή του δεν είναι απλώς σάτιρα· είναι ένας καθρέφτης που μας δείχνει ποιοι είμαστε, αλλά και ποιοι θα μπορούσαμε να γίνουμε. Θα τον ρωτούσα πώς κατάφερε να κρατήσει αυτή τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο γελοίο και το τραγικό, πώς έβρισκε την έμπνευση για να μετατρέπει τα πιο απλά πράγματα – όπως μια μύτη, μια φάρσα ή ένα ταξίδι – σε σύμβολα με παγκόσμια σημασία. Θα ήθελα να μάθω αν ένιωθε μοναξιά στο δημιουργικό του ταξίδι, γνωρίζοντας πόσο βαθιά έσκαβε στην ανθρώπινη ψυχή, και αν πίστευε ότι το γέλιο έχει πραγματικά τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο. Και ίσως, με μια δόση τόλμης, θα τον ρωτούσα για το αν οι δικές του “νεκρές ψυχές” ήταν τελικά μια αντανάκλαση όχι μόνο της κοινωνίας του αλλά και του ίδιου του εαυτού του. Γιατί κάθε δημιουργός βάζει κάτι από τον εαυτό του στα έργα του, και στον Γκόγκολ αυτή η σύνδεση μοιάζει ανεξάντλητα μυστηριώδης.

 

athinorama.gr