Θεωρείται κομβικό στην εργογραφία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι κι αυτό γιατί όχι μόνο προαναγγέλλει τις ηθικές και κοινωνικές ιδέες που o Ρώσος κορυφαίος πεζογράφος ολοκλήρωσε στα έργα της ωριμότητάς του (“Έγκλημα και τιμωρία”, “Ηλίθιος”, “Αδερφοί Καραμαζόφ”, “Δαιμονισμένοι”, κλπ), αλλά και γιατί θεωρείται προδρομικό πολλών φιλοσοφικών και υπαρξιακών κειμένων. Το “Υπόγειο” γράφτηκε το 1864, ύστερα από ένα ταξίδι του Ντοστογιέφσκι στο Παρίσι, απ’ όπου γύρισε στα όρια της χρεωκοπίας, εξαιτίας της χαρτοπαιξίας, ενώ βρήκε τη σύζυγό του ετοιμοθάνατη. Υπό το βάρος αυτών των γεγονότων ίσως, ο συγγραφέας παρέδωσε ένα παραληρηματικό κείμενο, που συνιστά το μονόλογο ενός σαραντάχρονου συνταξιούχου δημόσιου λειτουργού – έναν μονόλογο (προς κάποιους αόρατους ακροατές) με έντονες φιλοσοφικές αποχρώσεις σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Η παράσταση που ανεβάζει στο θέατρο Βρετάνια ο Πάνος Αγγελόπουλος αποτελεί ένα φιλόδοξο εγχείρημα, που επιχειρεί να συμπυκνώσει και να παραδώσει με εύληπτο τρόπο στο κοινό αυτό το πυκνό σε νοήματα κείμενο. Η παρουσία του αφηγητή (Κωνσταντής Ζημιανίτης) λειτουργεί ευεργετικά ως προς αυτό, καθώς προσφέρει στους θεατές κάποια “κλειδιά” ανάγνωσης του έργου (για παράδειγμα εξηγεί το πλαίσιο στο οποίο γράφτηκε, μιλάει για την αποδοχή του Νίτσε, ο οποίος αναγνώρισε στο πρόσωπο του Ντοστογιέφσκι ένα συγγενικό του πνεύμα κ.ά.). Στην παράσταση απολαύσαμε μία πολυπρισματική σκηνοθεσία, που χρησιμοποιεί πολλά εργαλεία και μέσα, χωρίς να περιορίζεται μόνο στην εναλλαγή δράσης/αφήγησης: οι κινηματογραφικές προβολές, η απευθείας απεύθυνση προς τους θεατές και το σπάσιμο του “τέταρτου τοίχου”, η παρουσία των χορευτριών που επιχειρούν να αναπαραστήσουν τους συμβολισμούς του κειμένου είναι στοιχεία που δίνουν χαρακτήρα στην παράσταση, αν και όχι πάντοτε με επιτυχία. Επίσης, το πρωτότυπο κείμενο έχει υποστεί γενναίες περικοπές, γεγονός που βοηθάει τη σκηνική οικονομία της παράστασης. Από την άλλη, όμως, η διασκευή αφαιρεί κάτι από το ιδεολογικό βάρος του έργου, ειδικά καθώς πρόκειται για ένα κείμενο χειμαρρώδες, του οποίου κάθε φράση ζητάει την παύση και τον στοχασμό του αναγνώστη/θεατή· το περιβάλλον μιας θεατρικής παράστασης δεν προσφέρει αυτή τη χρονική πολυτέλεια.

Ο Δημήτρης Πιατάς στην ερμηνεία αυτού ανώνυμου ανθρώπου μας θύμισε έναν τραγικό κλόουν. Καθώς βρίσκεται έγκλειστος στο “υπόγειο” (λέξη που υποδηλώνει εξίσου το μικρό, βρωμερό σπίτι του αλλά και τα υπόγεια της ψυχής και του μυαλού του όπου βυθίζεται), στοχάζεται, παραληρεί, μιλάει για την ανθρώπινη συμπεριφορά και προσπαθεί να την εξηγήσει, διατυπώνει κρίσεις και συμπεράσματα ως αφορισμούς, λέει πράγματα τολμηρά & παράδοξα, μπροστά από την εποχή τους, ενώ την ίδια ώρα κοιτάει μέσα του, κάνει αυτοκριτική, αυτοσαρκάζεται και αυτομαστιγώνεται αλλά και στρέφεται εναντίον των άλλων. Το ευρύ πεδίο της σκέψης του ήρωα μπορεί να γίνει αντιληπτό από το γεγονός ότι ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως ποντικός αλλά και ως διανοούμενος. Στο δεύτερο μέρος, παρακολουθούμε τη συνάντηση του ήρωα με τη Λίζα, μία νεαρή πόρνη, την οποία υποδύεται η Κατερίνα Μισιχρόνη. Η ηθοποιός φέρνει στη σκηνή έναν γήινο αισθησιασμό, όμως νιώσαμε ότι της έλειπε η ευθραυστότητα, ενώ η σχέση μεταξύ των δύο δεν προκύπτει αβίαστα· νιώσαμε πως δεν διευκρινίστηκε επαρκώς για ποιο λόγο ή με ποιο τρόπο η συνάντησή τους φέρνει στην επιφάνεια τις αντιφάσεις του ήρωα και δοκιμάζει τα όρια του ψυχισμού και της συμπεριφοράς του. Σημαντικό συστατικό της παράστασης αποτελεί η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου, μεγαλειώδης, επική και δραματική, ίσως όμως περισσότερο πομπώδης απ’ ό,τι ζητούσε ένα εσωστρεφές, υπαρξιακό κείμενο.
athinorama.gr