Το αρχοντικό στο Λιβίσι – Της Κατερίνας Κρυστάλλη

Γράφει η Κατερίνη Κρυστάλλη

Αυτό που αντίκρυσα όταν μπήκα μέσα στο αρχοντικό που αγόρασα στο Λιβίσι, ήταν πέρα των προσδοκιών μου. Επιπλωμένο και πεντακάθαρο, σκόνη δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Το ξύλινο πάτωμα έτριζε καθώς περπάταγα επάνω του ενώ εγώ έσταζα ολόκληρη από την βαριά βροχή. Άφησα τις βαλίτσες μου, στην είσοδο γιατί με βάραιναν υπερβολικά. Ας όψεται ο ταξιτζής που με άφησε τρία στενά πιο κάτω. Δεν ξέρω γιατί τρόμαξε και χλόμιασε τόσο όταν του είπα πως μετακόμισα στο παλιό αρχοντικό. Κανονικά έπρεπε να του κάνω καταγγελία αλλά ήθελα να ξεκινήσω την καινούργια μου ζωή χωρίς παρατράγουδα.

Στο σαλόνι υπήρχε ένας βαθυκόκκινος, βελούδινος καναπές. Πάνω του, δέσποζε ο πιο παράξενος πίνακας που έχω δει στην ζωή μου. Μια γυναικεία κούκλα, ένα μανεκέν, ντυμένο στα μαύρα χωρίς κεφάλι, μιας και αυτό βρισκόταν ακουμπισμένο δίπλα σε ένα τραπεζάκι.

Η ιδέα και μόνο και να πέσω πάνω στον καναπέ, έμοιαζε απίστευτα χαλαρωτική όμως κάτι μέσα μου φώναζε. Όσο τον πλησίαζα, τόσο ένιωθα να μου σηκώνεται η τρίχα. Το απέδωσα στο κρύο και στο ότι είχα γίνει μουσκίδι. Παρατήρησα πως το τζάκι έκαιγε. Στάθηκα μπροστά του όμως για κάποιον παράξενο λόγο δεν παρήγαγε θερμότητα. Ήταν λες και η φωτιά δεν έκαιγε. Σίγουρα έφταιγε η κούραση μου. Έτσι αποφάσισα να πάω στον επάνω όροφο που βρισκόταν η κρεβατοκάμαρα.

Πήγα να σηκώσω την πιο μεγάλη από τις δύο βαλίτσες μου, όμως σκίστηκε η χειρολαβή. Βλαστήμησα την τύχη μου και την κράτησα πάνω στο στήθος ου. Ήταν αρκετά βαριά και ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται. Ανέβηκα με δυσκολία την σκάλα και στάθηκα στην κορυφή της.

Το κρύο στον πάνω όροφο με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη. Το πάτωμα ήταν ντυμένο με ένα βαθυκόκκινο, παχύ χαλί. Κοίταξα δεξιά και αριστερά στον διάδρομο, μόνο κλειστές πόρτες. Ένιωθα τα πόδια μου να με τραβάνε μπροστά. Από μόνα τους. Μέσα μου ένιωθα αγωνία και όμως, είχα καρφώσει το βλέμμα σε μια πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Μια κόκκινη πόρτα. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν μπογιά όμως καθώς πλησίαζα είχα την αίσθηση πως επρόκειτο για αίμα. Ποιανού το αίμα όμως; Του προηγουμένου ιδιοκτήτη; Ποτέ δεν έμαθα την ιστορία του αρχοντικού. Κάθε φορά που ρωτούσα τον μεσίτη, μου αράδιαζε διάφορες δικαιολογίες και πως μέχρι να γίνει η αγοραπωλησία δεν μπορεί να μου πει γιατί επρόκειτο για ευαίσθητα, προσωπικά δεδομένα. Να τα χέσω και αυτά και τον μεσίτη! Είχα αγοράσει ένα αρχοντικό του τρόμου και ένιωθα…ένιωθα κάτι να με τραβάει σαν μαγνήτης προς αυτή την πόρτα. Μέσα μου βλαστήμαγα και ούρλιαζα, ‘Όχι, όχι, όχι!’, όμως τα πόδια μου είχαν αποκτήσει δική τους θέληση. Έκανα προσπάθειες να μην ανοίξω την πόρτα, το χέρι μου όμως με πρόδωσε. Με μεγάλη ευκολία έστριψε το πόμολο. Μπήκα μέσα. Το κρύο σε αυτό το δωμάτιο ήταν τρομακτικό. Παγετώνας. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, οι λευκές κουρτίνες ανέμιζαν και η βροχή έμπαινε μέσα. Τα πόδια μου με έσυραν μέχρι την κάσα του παραθύρου. Κοίταξα κάτω. Ήταν αρκετά μέτρα μέχρι το έδαφος. Το βλέμμα μου έμεινε καθηλωμένο εκεί, στο έδαφος. Για πόση ώρα δεν γνωρίζω. Σαν να ήμουν υπνωτισμένη.

Τριάντα, εικοσιεννιά, νομίζω τόσα είναι…Δεν ήταν τελικά πολλά μέτρα κάτω. Εγώ τα είχα υπολογίσει λάθος. Να ήταν γύρω στα είκοσι; Μπα…Ήταν δεκαέξι, δεκαπέντε…δέκα. Και τι είναι δέκα μέτρα από εδώ που είμαι; Μπορώ να πηδήξω και να φύγω…Ναι, αυτό θα κάνω…Σιγά μην πάθω κάτι στα τρία μέτρα. Δεν είμαι γάτα αλλά μπορώ να πηδήξω και να μην πάθω τίποτα…

Τις μακάβριες σκέψεις μου, διέκοψε, για καλή μου τύχη μια αστραπή που έπεσε εκεί κοντά και με τύφλωσε με το φως της. Τινάχτηκα ολόκληρη. Απομακρύνθηκα αρκετά από το παράθυρο χωρίς να το κλείσω και πήρα βαθιές ανάσες, όπως έκανα με την αδερφή μου όταν την έπιανε κρίση πανικού.

Έμεινα ώρα στο βρεγμένο πάτωμα. Χρειαζόμουν χρόνο. Παρατήρησα καλύτερα το δωμάτιο. Υπήρχε και εδώ ένας πίνακας με το γυναικείο μανεκέν, μόνο που ήταν όρθιο και έλειπαν το τραπεζάκι και το κεφάλι. Ακόμα και έτσι ήταν μακάβριο.

Βγήκα στον διάδρομο και δειλά – δειλά, άρχισα να κατεβαίνω στον κάτω όροφο. Εκεί με περίμενε μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη. Ο λαιμός μου πιάστηκε σε κάτι. Κάτι με έπνιγε, κάτι αόρατο, σαν νήμα από αγκίστρι. Και το χειρότερο; Όσο πιο πολύ πάλευα να ξεφύγω, τόσο περισσότερο αυτό με έπνιγε. Άκουσα ένα σαρδόνιο γέλιο και το νήμα, σταμάτησε αυτόματα να με πνίγει. Έβαλα τα χέρια μου στον λαιμό μου που τον ένιωθα, πρησμένο. Έβηξα αρκετές φορές προσπαθώντας να καταπιώ.

Ή κάποιος μου έκανε πλάκα ή κάτι το σατανικό υπήρχε σε αυτό το σπίτι. Κάτι που με χαρακτήριζε πάντα στην ζωή μου, ήταν το πείσμα μου. Και η ξεροκεφαλιά μου. Οι γονείς μου δεν ήθελαν ποτέ να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο γιατί δεν είναι ‘γυναικείο’ σπορ. Έγινα παγκόσμια πρωταθλήτρια. Ο πρώην αρραβωνιαστικός μου, δεν με άφηνε να κάνω πλαστική στο στήθος μου, που το έκοψα λόγω καρκίνου. Έκανα και πρόσθεσα και ένα νούμερο παραπάνω. Δεν θα αφήσω λοιπόν το οτιδήποτε υπάρχει σε αυτό το σπίτι, είτε άνθρωπος, είτε πνεύμα να με διώξει.

Έβγαλα από την βαλίτσα μου, ένα κουτί με δώδεκα κεράκια ρεσώ που είχα. Τα έστησα σε έναν κύκλο γύρω μου και τα άναψα. Έλυσα από το χέρι μου ένα πράσινο βραχιόλι που φορούσα και το κράτησα όρθιο, σαν εκκρεμές, μιας και δεν είχα χαρτί για να φτιάξω ένα Ouija board. Έναν πίνακα με την αλφάβητο που καλείς τους νεκρούς. Έτσι είχε κάνει και ο πρωταγωνιστής σε μια ταινία που είχα δει, έλυσε το μενταγιόν του, έλλειψη Ouija και επικοινώνησε με τα πνεύματα. Με δυνατή φωνή, έκανα την κλασσική ερώτηση. ‘Ποιος είναι εδώ;’ Τα κεριά τρεμόπαιξαν και άκουσα ξανά το σαρδόνιο γέλιο να έρχεται από κάπου, πολύ κοντά μου. Ρώτησα ξανά και αισθάνθηκα ένα κρύο αεράκι στο αριστερό αυτί μου. Σαν κάποιος να βαριανάσαινε. Δεν πτοήθηκα, δεν γύρισα να κοιτάξω. Επανέλαβα την ερώτηση. Άνοιξε η πόρτα του αρχοντικού και ο αέρας έσβησε τα κεριά. Ευτυχώς είχα το φως του πολυέλαιου για να βλέπω. Σηκώθηκα όρθια για να κλείσω την πόρτα. Έπρεπε να τελειώσω αυτό που ξεκίνησα.

Στο βλέμμα μου, έπεσε στιγμιαία ο καταραμένος πίνακας. Το τραπεζάκι με το κεφάλι έλειπαν. Παραξενεύτηκα αλλά κατάλαβα. Ήταν το φάντασμα του που έπαιζε παιχνίδια μαζί μου. Έκλεισα την πόρτα και πλησίασα κοντά του. Άρχισα να τον περιεργάζομαι και να τον κοιτάζω καλύτερα.

Κάτι άστραψε μέσα στο ημίφως. Δεν πρόλαβα να φωνάξω. Ένας οξύς πόνος. Έβαλα τα χέρια μου στον λαιμό μου, όμως δεν προλάβαινα να σταματήσω το αίμα. Η τελευταία εικόνα που είδα ήταν το ακέφαλο μανεκέν. Βρισκόταν μπροστά μου. Προσπάθησα να ρωτήσω το γιατί, αλλά πνιγόμουν μέσα στο ίδιο μου το αίμα.

Ανοίγω τα μάτια μου. Δεν μπορώ να κοιτάξω δεξιά ή αριστερά, μόνο ευθεία. Δεν νιώθω το σώμα μου, αλλά το βλέπω. Κείτεται στο πάτωμα, μόνο του, ματωμένο και παγωμένο.