Αργύρης Κωστάκης: «Γεννήθηκα σε έναν άλλον πλανήτη από αυτόν που ζω σήμερα»

Γεννήθηκα σε έναν άλλον πλανήτη από αυτόν που ζω σήμερα. Μεγάλωσα σε έναν άλλον πλανήτη από αυτόν που θα πεθάνω κάποτε…
Είμαι βαθιά ευγνώμων στον Θεό που πρόλαβα να ζήσω σαν κανονικός άνθρωπος. Σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Κι έχω ακόμη αντοχές να ζω και σήμερα κανονικά, ακριβώς γιατί η μνήμη έχει καταγράψει και η καρδιά έχει νιώσει.
Έπαιξα μπάλα στο δρόμο και τις αλάνες. Μάζεψα καπάκια coca cola στις ταβέρνες για να κερδίσω μια πλαστική μπάλα. Μάζεψα χαρτάκια της Panini και συμπλήρωσα το μυθικό άλμπουμ των Μουντιάλ. Έπαιξα φυσοκάλαμο. Ήπια νερό τα καλοκαίρια από το λάστιχο της οικοδομής. Είδα τα ζώα στον Εθνικό Κήπο και τάισα κουλουράκια τις πάπιες. Κυνήγησα τα περιστέρια στον Άγνωστο Στρατιώτη. Έμαθα ποδήλατο στο παρκάκι της Λ. Αλεξάνδρας με τον πατέρα μου. Πήγα και πήρα το ψητό κοτόπουλο από τον φούρνο του Γκύζη με τη μητέρα μου. Έπαιξα κουκουναροπόλεμο στο δασάκι της Ευελπίδων.
Σκαρφάλωσα στη μάντρα του θερινού σινεμά ”Δήμητρα” για να δω ταινία ”ακατάλληλη κάτω των 13 ετών”. Έκανα σκέιντ μπορντ στο Πεδίον του Άρεως. Αγόρασα ”Μίκι μάους”, ”Λούκι Λουκ”, ”Όμπραξ”, ”Μπλεκ”, Μαύρο Φτερό”. Έπαιξα μπουγελώματα στην παραλία. Άναψα κεράκια σε ξωκλήσια. Γνώρισα το πρώτο μου κορίτσι φλερτάροντας επί μέρες στο λύκειο. Πέταξα χαρταετό στου Φιλοπάππου. έκανα συγκρουόμενα στο λούνα παρκ. Γεύτηκα παγωτό χωνάκι από το καροτσάκι με τις ρόδες του παγωτατζή με τη λευκή ποδιά. Ήπια φραπέ από ποτήρι σε θήκη με χερούλι στην καφετέρια. Μέθυσα με φρουίτ παντς με αλκοόλ στο πρώτο μου πάρτι. Είδα τον Σουγκλάκο και τον Ντιμπέστια να παλεύουν στο κατς. Πήρα τηλέφωνο από τα ”κόκκινα” με δίφραγκο στο περίπτερο. Έπαιξα πάκμαν στα ”ουφάδικα”. Είπα τα κάλαντα με τους φίλους μου σε όλη την Αθήνα. Κράτησα εξαπτέρυγο στον Επιτάφιο. Έπαιξα βόλους και ”μακριά γαιδούρα” στο χώμα. Πήρα αυτόγραφο από τον αγαπημένο μου παίκτη Σπύρο Λιβαθινό περιμένοντας έξω από τα αποδυτήρια του Παναθηναικού.
Έγραψα με κιμωλία στον μαυροπίνακα του δημοτικού. Πότισα τον βασιλικό στην αυλή στο πατρικό μου σπίτι. Έκλεψα σύκα και μούρα από τα δέντρα του γείτονα. Έπαιξα ”χαλασμένο τηλέφωνο” και ”μπιζ”. Φίλησα το χέρι του παπά της ενορίας. ‘Εγραψα στα λευκώματα του σχολείου απαντώντας στις ερωτήσεις. Δυσκολεύτηκα να βάλω υπογραφή στην πρώτη μου αστυνομική ταυτότητα. Χόρεψα στις ντισκοτέκ της Πατησίων και της Συγγρού. Γελούσα ώρες όταν ο πατέρας μου αγόρασε το πρώτο μηχανάκι, ένα ”Γκαρελάκι”. Έβγαλα χιλιάδες φωτογραφίες με τη φωτογραφική μηχανή μου με φιλμ. Έπαιξα ποδοσφαιράκι με παικτάκια σε ελατήρια. Έγραψα κασέτες με λίστα στο δισκάδικο. Έκανα αφιέρωση στο κορίτσι μου από πειρατικό ραδιοσταθμό. Έφαγα σουβλάκι με το ψωμάκι ”καρφωμένο” στο καλαμάκι. Έκανα ”σκονάκια” και ”πήρα μάτι” από τον μπροστινό μου στις εξετάσεις του σχολείου. Χάραξα με σουγιαδάκι στο ξύλινο παγκάκι Α+Μ = love. Σπούδασα στη Σχολή Δημοσιογραφίας και δεν ”έβγαζα αναπνοή” όταν παρέδιδε ο καθηγητής.
Διασκέδασα στα ”σκυλάδικα” της νύχτας. Αφόρασα τρικ και αμπούλες βρώμας από το θρυλικό υπόγειο της Ακαδημίας. Εργάστηκα ως κομπάρσος σε μια κωμωδία για το χαρτζιλίκι χορεύοντας για ένα πλάνο δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Έτρεμαν τα πόδια μου όταν μπήκα για πρώτη φορά σε μεγάλο γήπεδο στην αρχική εντεκάδα του Γκυζιακού στο επίσημο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα. Πήρα τον πρώτο μου μισθό 30.000 δραχμές από το λογιστήριο της εφημερίδας με τον ταμία να μετράει ένα ένα τα χιλιάρικα σαλιώνοντας τα δάχτυλα. Μου διάβασε παραμύθια η γιαγιά μου. Ζέστανα στη σόμπα τα γάντια μου πριν πάω σχολείο κρατώντας σάκα με χερούλι.
Διάβασα εκατοντάδες βιβλία. Άκουσα μουσική από τρανζιστοράκι. Έφαγα ”γκοντζίλα” στον στρατό. Είδα στην ΥΕΝΕΔ ”Χαβάη 5-0” με τον Στιβ Μαγκάρετ σε ασπρόμαυρη τηλεόραση. Έψαχνα δρόμους ρωτώντας περαστικούς με ανθρώπινο Gps. Ενημερώθηκα από τις εφημερίδες. Έστειλα Χριστουγεννιάτικη κάρτα φάκελο και γραμματόσημο μέσω του ταχυδρομείου. Είδα άπειρες ταινίες σε σινεμά. Έφαγα στα πανηγύρια ”γριάς μαλλί” και ”ζαχαρωτό μηλαράκι”. Έγραψα εκατομμύρια λέξεις με στιλό.
Σκόρπιες εικόνες χωρίς χρονολογική σειρά από το μουσείο του παρελθόντος.
Τι να πρωτοθυμηθώ… Τι να χωρέσει σε μια σελίδα περιοδικού…
Το αντιλαμβάνομαι ότι αν διαβάσει αυτό το κείμενο ένας 18χρονος (δεν συζητάμε για μικρότερο παιδί) θα με περάσει είτε για εξωγήινο είτε για τρελό. Πολύ απλά γιατί δεν έχει ούτε ένα – μα ούτε ένα από αυτά τα βιώματα.
Εάν λοιπόν μπορούσα να στείλω σήμερα, εγώ ο 60άρης, μια επιστολή που με έναν μαγικό τρόπο θα μπορούσαν να τη διαβάσουν τα παιδιά του μέλλοντος θα τους έστελνα αυτό το άρθρο και κάποιες φωτογραφίες. Από αυτές με το φιλμ που σας έλεγα παραπάνω. Για να ξέρουν ότι κάποτε υπήρχε ένας άλλος κόσμος. Ένας άλλος πλανήτης. Μία άλλη Γη. Κάποιοι κανονικοί άνθρωποι.
Και θα τους έλεγα με πάθος αυτό που εμπνεύστηκε το 1964 η Αμερικανίδα συγγραφέας και φιλόσοφος ”το ερώτημα δεν είναι ποιός θα μου το επιτρέψει, αλλά ποιός θα με σταματήσει”…